Μελαχρινός, μελαμψός, με τσακίρικο μάτι, άσπρο δέρμα και μια αγνή παιδική ψυχή που τον έκανε περιζήτητο και ακαταμάχητο στο γυναικείο πληθυσμό του νησιού. Η ντροπαλότητα και τα λακκάκια
Μια ειδοποίηση περίμενε στο viber για να πάρει το αυτοκίνητο και να αρχίσει να διασχίζει την Αττική οδό με κατεύθυνση το αεροδρόμιο. Ένα επαγγελματικό ταξίδι θα την κρατούσε
Μαρίζα, η μελαχρινή αιτία του σκανδάλου, με τις ατίθασες μπούκλες και το ανάλαφρο, ουράνιο βάδισμα, που όριζε την παρουσία της στο χώρο αθόρυβα και επιβλητικά από όπου περνούσε.
Η Λενιώ καθόταν πάνω από το άψυχο κορμί του αγαπημένου της. Πριν λίγα λεπτά άφησε την τελευταία του πνοή στην αγκαλιά της. Η Λενιώ είχε μείνει ακίνητη. Τον
“Τι να την κάνεις τη σκιά; Το φως αξίζει να μοιράζεσαι…” Ήταν μεσημέρι όταν το αεροπλάνο προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Κεμάλ Ατατούρκ στην Κωνσταντινούπολη. Η Νέλλη καθόταν στο παράθυρο
Σκάναρε με το πάντα δήθεν-αδιάφορο βλέμμα του το χώρο και χαμογέλασε στη θέα του άδειου τραπεζιού που εντόπισε στην άκρη του μαγαζιού. Τυχεροί ήταν που βρέθηκε κι αυτό.
Τα πόδια της έτρεμαν, ανέβηκε όμως στη σκηνή. Έπρεπε να φέρει εις πέρας και αυτήν την παράσταση όπως κάθε βράδυ τα τελευταία χρόνια για ακόμα μια φορά. Δεν
Μετά από δεκαπέντε ώρες δουλείας, το μόνο που ήθελε ήταν να απολαύσει μια ζεστή κούπα καφέ, ξαπλωμένη στον αγαπημένο της καναπέ. Να βάλει την μουσική που την χαλαρώνει
Ψηλή, εντυπωσιακή με μαύρο, μακρύ μαλλί, καλόκαρδη, ευγενική, έξω καρδιά, με χωρισμένους γονείς και δύσκολα παιδικά χρόνια. Εκείνος, ο κλασσικός άντρας, στυγνός και επιτυχημένος επιχειρηματίας. Είχε εκείνο το
-Πού στο καλό έχεις βάλει το άσπρο μου πουκάμισο; -Μη μου φωνάζεις εμένα! Σου είπα ότι το έκανα ξεσκονόπανο! -Ξεσκονόπανο το καλό μου το πουκάμισο; -Ποιο καλό; Που
Κάθε δεκαπέντε του Γενάρη η ίδια εικόνα στο καπηλειό του Σταύρου. Μια γυναίκα ψηλή, ξερακιανή, με μια μαύρη πλεξούδα ως την πλάτη και μάτια μαύρα σαν κάρβουνα, ντυμένη
Έπιασε το αδύναμο, γερασμένο χέρι της και το φίλησε στοργικά. “Πόσο σ’ αγαπάω!” της ψιθύρισε όπως την κοιτούσε να κοιμάται γαλήνια. Χάιδεψε με το βλέμμα της κάθε σπιθαμή
Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της κι πέταξε τα κλειδιά της στον καναπέ. Έβγαλε τις γόβες της κι αναστέναξε ανακουφισμένη. Έβγαλε το σακάκι και το πουκάμισό της,
Ξύπνησε όταν ο ήλιος είχε πια δύσει. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της με νωχελικές κινήσεις και έψαξε στο σκοτάδι να βρει το κινητό της. Δέκα αναπάντητες, οκτώ μηνύματα