Θα έρθω σήμερα… Θα έρθω αύριο… Δεν θα μπορέσω να έρθω, έχω δουλειά… Το σήμερα έγινε αύριο και το αύριο ποτέ. Σε περίμενα μέρες ατελείωτες για να εισπράξω ψίχουλα
Ξανά το ίδιο έργο, με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Φορώντας την ίδια μάσκα, την μάσκα που κρύβει καλά τον πραγματικό τους χαρακτήρα. Παίζοντας καλά τον καλοστημένο ρόλο σε μια σκηνή
Το μόνο που μου προσέφερες ήταν σκοτάδι, χάος και ένα αβέβαιο παρόν. Ούτε καν ένα θετικό μέλλον. Αυτή ήταν η προσπάθεια σου; Αυτή ήταν η ζωή που θέλησες να μου
Αν ήξερα πως τα χείλη σου είχαν τόση πικρή γεύση, δεν θα τα φιλούσα ποτέ. Αν ήξερα πως η αγκαλιά σου έκρυβε τόσες μαχαίρια, δεν θα την αγκάλιαζα
Κι όλα εκείνα τα βράδια που μου υποσχέθηκες έρωτα, τα έπαιξες στο καζίνο και τα έχασες. Κι όλες εκείνες οι στιγμές που ήθελα μαζί σου, ήταν στιγμές που
Κάθε μέρα σε αγαπούσα και σε μισούσα το ίδιο. Κάθε μέρα έλεγα πόσο θέλω να σε αγκαλιάσω και ταυτόχρονα να σου δώσω μια σφαλιάρα τόσο δυνατά που να
Δεν θα προσπαθήσω καν να σου εξηγήσω. Δεν θα προσπαθήσω καν να σε κάνω να καταλάβεις. Δεν θα προσπαθήσω καν να σου πω όλα εκείνα που θέλω. Τα έχω
Ο καθρέφτης που κοιτάζεις λένε ότι δείχνει το είδωλο σου. Κοίταξε τον καλά. Τι βλέπεις; Βλέπεις αυτό που στα αλήθεια είσαι; Βλέπεις αυτό που οι άλλοι βλέπουν σε
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα, η ομορφότερη γιορτή της γης ολάκερης. Έκανα πολλά όμορφα σχέδια για εμάς, όπως κάθε Χριστούγεννα άλλωστε, χρόνια τώρα. Θυμάμαι σε περίμενα ώρες που στο μυαλό
Όλα ξεκίνησαν δύσκολα. Όλα τέλειωσαν εύκολα. Με πέταξες σαν την τρίχα από το ζυμάρι από την ζωή σου, λες κι ήμουν εγώ το εμπόδιο. Πέρασαν πολλά βράδια μέχρι
Εκείνον τον Μάρτη, περπατώντας την οδό μιας ξεχασμένης γειτονιάς, βρήκα ένα μικρό καπηλειό και μπήκα μέσα. Είχε λίγες παρέες… Κάνα δύο μπαρμπάδες έπιναν ρετσίνα. Ο σερβιτόρος έκοβε βόλτες
Εκεί φτάσαμε, να είμαστε ξένοι… Εμείς που κάποτε ζούσαμε ο ένας για την ανάσα του άλλου. Τότε που λαχταρούσε η καρδιά σου να με συναντήσει. Τότε που η
Ίσως να γινόσουν η ζωή μου. Ίσως μια μέρα αν αφήναμε τον εγωισμό να χάσει, να κέρδιζε η αγάπη μας. Ίσως να σε ξεχνούσα. Ίσως να σε έδιωχνα
Κι ύστερα ήρθε η σιωπή, η αποξένωση. Η μη αναγνωρισιμότητα των δύο αυτών χαρακτήρων. Η σιωπή που δήλωσε το τέλος. Το τέλος είναι οριστικό. Είναι; Για να το
Είχε μόλις ξημερώσει όταν μου είπες το “σ’ αγαπώ” με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αφήνοντάς μου πρωινό και ένα λευκό τριαντάφυλλο δίπλα στο μαξιλάρι… Η μυρωδιά του ζεστού καφέ
Θυμάμαι ακόμα εκείνον τον παράξενο ήχο στο κινητό που σε εκνεύριζε. Ήταν σαν να σε χτυπούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Θυμάμαι εκείνο το αυτοκίνητο που τόσο μισούσες, αλλά δεν μπορούσες
Θυμάμαι εκείνο το πρωινό του παγωμένου Φλεβάρη, ώρα εφτά και μισή. Είχαμε κοιμηθεί μαζί το προηγούμενο βράδυ. Είχες σηκωθεί νωρίς για να φτιάξεις καφέ και βιαστικός να φύγεις.
Δεν θέλω να με κρατάει τίποτα δεμένη σε ότι αφορά εσένα. Η ζωή μας χώρισε για πάντα. Δεν σε μισώ που έφυγες τόσο αθόρυβα. Ίσως έτσι έπρεπε να
Αν ήσουν αγάπη, δεν θα με άφηνες να φύγω. Δεν θα με έσπρωχνες στον γκρεμό. Δεν θα αρνιόσουν όλα όσα ένιωσες ή μάλλον καλύτερα, προσποιήθηκες. Ναι, αυτό έκανες.