Χαίρομαι όταν έρχεται το βράδυ, όταν βυθίζομαι σε ύπνο βαθύ, γιατί τότε σκέφτομαι ότι η ψυχή μου απελευθερώνεται από τα δεσμά του σώματός μου και αλητεύει ελεύθερη, μηδενίζει
Ναι ξέρω, ποτέ δεν τα πήγαινες καλά με τις ημερομηνίες και τις επετείους. Θυμάμαι που παιχνιδιάρικα στα θύμιζα κάθε φορά κι εσύ δήθεν αδιάφορα έλεγες “τι σημασία έχει;”,
Μου λείπεις τόσο πολύ που η ανάσα πονάει… Κοιτάζω το είδωλο μιας τρελής απέναντί μου και νιώθω τα σωθικά να καίγονται. Τίποτα πια δεν έχει νόημα και αν
Να ‘ξερες πόσο μου λείπουν οι στιγμές μας! Εκείνες οι μικρές, οι αδιόρατες που κοιταζόμασταν και κρυφογελούσαμε χωρίς να χρειάζεται να πούμε τίποτε. Άλλη αίσθηση είχε το ηλιοβασίλεμα.
Πάλι ξημέρωσε και για ακόμη μια φορά δεν βρήκα την καλημέρα σου στο κινητό μου. Σηκώθηκα με βαρύ κεφάλι πάλι σήμερα και ο καφές ήταν άθλιος. Άνοιξα την
Με τι μετριούνται οι απουσίες; Με δάκρυα, αναστεναγμούς, αναμνήσεις, σβησμένα αποτσίγαρα; Με τι μετριέται ο πόνος; Με αναπάντητα “γιατί”, ανομολόγητα “σ’ αγαπώ”, ανεκπλήρωτα όνειρα, μισοάδεια ποτήρια με αλκοόλ;
Σε ένα παλιό συρτάρι φύλαξα ότι έμεινε από σένα. Σε μια προσπάθεια να κρατήσω τις αναμνήσεις ζωντανές. Κλείδωσα φωτογραφίες που θύμιζαν το χθες, αντικείμενα που αποδείκνυαν την ύπαρξη
Κάθε καλοκαίρι περιμένω να φανείς. Έχει γίνει ρουτίνα τα τελευταία χρόνια. Πετάω από πάνω μου υποχρεώσεις και καθημερινότητα κι εκείνες οι μέρες είναι αφιερωμένες σε σένα. Σ’ αγκαλιάζω
Εμένα με θυμάσαι; Έχεις καιρό να με δεις, απορώ να αναγνωρίζεις τη μορφή μου. Τα βλέπεις τα χέρια μου; Τα βλέπεις τα μάτια μου; Δε διακρίνεις το αίμα
Είναι κι αυτοί οι άνθρωποι που απομακρύνθηκαν απ’ την ζωή σου και που η έλλειψή τους, πονάει σαν καρφί στην καρδιά. Είναι αυτοί που επέλεξαν διαφορετικά, αφήνοντάς σε
Είναι αυτό το αμετάκλητο του θανάτου, που σαν κόμπος στέκεται στο λαιμό και δυσκολεύει την ανάσα σου. Είναι κι αυτοί οι άνθρωποι που είχες τόσο ανάγκη και το
Γιατί κάθεσαι και μαραζώνεις; Άφησέ την να πάει όπου θέλει να πάει. Ας γυρίσει κάθε μπαρ της πόλης και ας πιει μέχρι πρωίας. Ας πάει όπου θέλει, ας
Έρωτας σε αναμονή. “Μ’ ακούτε; Σας συνδέω αμέσως!”. Και κάπως έτσι φτάσαμε ως εδώ. Ίσως το πιο όμορφο συναίσθημα για τον εαυτό μας, είναι τελικά ένα “μπράβο ρε
Δεν ήρθες απόψε, ούτε χθες. Βραδιάζει και το μόνο που περιμένω είναι το σφίξιμο στο στομάχι. Αυτό το γνώριμο και βασανιστικό σφίξιμο που φέρνει η απουσία σου, περιμένοντας
Χρόνια πριν, ήμουν μικρότερη τότε, δεν θυμάμαι ηλικία, δεν θυμάμαι χρόνο και τόπο, θυμάμαι μόνο να μπαίνεις στην ζωή μου και να τα κάνεις όλα άνω κάτω. -Χαμογέλα!
Προσπάθησα ν’ αντισταθώ. Να μην ανοίξω τις πύλες της καρδιάς. Αλλά δεν τα κατάφερα. Λες και μ’ ένα μαγικό σου άγγιγμα τις διέλυσες. Κι απλώθηκε το φως μέσα
Δεν μου είπες ούτε μια λέξη, δεν γύρισες ούτε καν να με κοιτάξεις. Σου ζήτησα συγνώμη, αλλά εσύ έφυγες, έφυγες μακριά μου… Λάθος μου, το παραδέχομαι. Προσπάθησα να
Κοιτάω την ώρα και με τρελαίνει το χτυποκάρδι. Λίγο έμεινε… στο ψιθύριζα τόσο καιρό! Και μια γέφυρα νοητή στήθηκε ανάμεσά μας. Μία να σε πλησιάζω και μία να
Τα γενέθλιά σου ποτέ δεν τα ξέχασα. Πάντοτε εκείνη την ημέρα σε σκέφτομαι (αν και αυτό το κάνω ασταμάτητα και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, μην ανησυχείς). Στο μυαλό μου
Ξύπνησα μάτια μου και άρχισα να σε ψάχνω. Στην κουζίνα είναι ακόμα το ποτήρι με τον καφέ σου, στο δωμάτιο το μαξιλάρι σου, άδειο σαν το κενό στην