Προβλήματα, δυσκολίες, αναποδιές… όμως εσύ πολεμούσες δίχως να τα παρατήσεις, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή όλα θα έφτιαχναν. Περίμενες διαρκώς τη στιγμή πως κάτι θα άλλαζε στη δύσκολη και
Άγγιγμα, αυτό το μοναδικό χάδι που σε κάνει να ξυπνάς, να βλέπεις ότι τελικά τίποτα δεν τελειώνει. Ένα τέτοιο άγγιγμα ένιωσα κάτω από το Αυγουστιάτικο φεγγάρι. Ένα βράδυ
Η παιδική ηλικία των περισσοτέρων από εμάς, ήταν συνυφασμένη με τα όνειρα. Όνειρα μικρά, καθημερινά, όνειρα μεγαλεπήβολα, όνειρα ελπιδοφόρα, γεμάτα φαντασία, χαρά και προσμονή για την επίτευξή τους.
Το υποσυνείδητο ξεκινάει το παιχνίδι με το μυαλό. Ξεκινάει ένα ταξίδι σε μονοπάτια που θα ήθελες να περπατήσεις. Σε μονοπάτια που φοβήθηκες να σταθείς. Τα απέφυγες και έτρεξες
Για σένα που οι λέξεις δεν σε χάιδεψαν και δεν σε αγκάλιασαν, μα έγιναν κοφτερές λεπίδες στην καρδιά. Για σένα που σε μείωσαν, σε επίκριναν, σε υποτίμησαν και
Κανείς δεν αμφιβάλει για την καταστροφική πορεία του ιού. Για τους εκατοντάδες συνανθρώπους μας που έχασαν τη ζωή τους, για εκείνους που ταλαιπωρήθηκαν βιώνοντας τον, αλλά και για
Μήνας Νοέμβρης. Μια μέρα βροχερή και κρύα που ταίριαζε γάντι στην κατά τ’ άλλα τέλεια ζωή μου. Τα χρόνια που προηγήθηκαν δοκίμαζαν τις αντοχές μου και τα όρια
Επιλογές που έκανες θεωρώντας ότι αυτό ήταν το σωστό, γιατί σε γέμιζαν έλεγες, γιατί ένιωθες γεμάτη, γιατί ερωτεύτηκες κι ας είχες ερωτευτεί το λάθος! Γέμισες τον εαυτό σου
Πες μου εαυτέ μου, γιατί; Γιατί άφησες να σε πάρει η τρικυμία; Γιατί δεν άπλωσες τα πανιά σου να επιβιώσεις στα πιο μεγάλα κύματά σου; Βούλιαξες και χάθηκες
Νοέμβρης… μπήκαμε βαθιά στου φθινοπώρου την αύρα. Στα δάση, στα πάρκα τα χρώματα έγιναν χρυσοπράσινα, με μια νότα πορτοκαλί και κίτρινο. Από τα πεσμένα φύλλα, που συνθέτουν ένα
Τι κι αν μας λένε πως πεθαίνει τελευταία, τι κι αν όντως ίσως και να το πιστεύουμε… Πρέπει να δούμε μεν τη σκληρή πραγματικότητα, αλλά να μην επαφίουμε
Παιδεύτηκες από την πρώτη στιγμή που ήρθες σ ‘αυτόν τον κόσμο. Παλεψες πολύ! Τα κατάφερες! Οι δυσκολίες όμως συνεχίζονται για εσένα και δείχνουν ότι θα κουβαλάς μεγάλο σταυρό
ΦΤΟΥ ΚΑΙ ΒΓΑΙΝΩ 1,2,3,4,5,6,7,8,9,10…. Φτου και βγαίνω… Ένα παιδί μετράει με κλειστά τα μάτια σε μια γωνιά, με το μέτωπο ακουμπισμένο σε έναν τοίχο, μέχρι τα υπόλοιπα παιδιά
Πόσο μακρινά φαντάζουν όλα… Τίποτα δε θυμίζει πια το παρελθόν. Σαν αχνές κουκίδες πια από ψηλά οι άνθρωποι που πέρασαν από τη ζωή μας και αποκαíδια στάχτες οι
Έπιασε το αδύναμο, γερασμένο χέρι της και το φίλησε στοργικά. “Πόσο σ’ αγαπάω!” της ψιθύρισε όπως την κοιτούσε να κοιμάται γαλήνια. Χάιδεψε με το βλέμμα της κάθε σπιθαμή
Έκλεισε με δύναμη την πόρτα πίσω της κι πέταξε τα κλειδιά της στον καναπέ. Έβγαλε τις γόβες της κι αναστέναξε ανακουφισμένη. Έβγαλε το σακάκι και το πουκάμισό της,
Εγώ δεν είμαι απ’ αυτό τον κόσμο, το ξέρεις ή μόνο εγώ το ζω; Δεν την μπορώ την μιζέρια, την κακία, το Εγώ. Ταξιδεύω αλλού, σ’ άλλη διάσταση.
Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι. Δεν είναι όλες οι ζωές ίδιες. Δεν έχουν όλοι την ίδια αφετηρία, την ίδια πορεία, τα ίδια εφόδια. Δεν αντιμετωπίζουν όλοι τα