Έφυγες με τους αγγέλους, έτρεξες από πίσω τους. Ο Θεός αποφάσισε να χαράξεις μονοπάτι στην πόλη των αγγέλων. Ίσως τελικά σ΄ άφησε να ταξιδέψεις μαζί τους, γιατί σε
Ήθελα απλώς ν΄ αδειάσει το μυαλό, να φύγουν οι σκέψεις της δουλειάς, της καθημερινότητας, της μοναξιάς. Έκλεψα μια ώρα μόνο για μένα, μια ώρα χαρισμένη στον δυνατό ήλιο
Δυο άνθρωποι που σε σημαδεύουν για πάντα, αυτός που γέννησες και αυτός που γεννήθηκες γι’ αυτόν. Μόνο ένας δαίμονας ύπουλος και ποταπός θα ‘βαζε έναν άνθρωπο να επιλέξει
Είμαι μια χαρά! Κοιτάζω αδιάφορα τον καθρέφτη και του χαρίζω το πιο ζεστό μου χαμόγελο, σχεδόν του φωνάζω πριν βγω στον δρόμο “Είμαι μια χαρά!” Χαρίζω τις πρώτες
Η γλυκιά χαραυγή παλεύει ώρα τώρα να με τραβήξει μακριά από τη ζέστη της αγκάλης σου. Την νιώθω που ξεφυσά πάνω από το κεφάλι μου, που παλεύει να
Μια μικρή ηλιαχτίδα το ΄σκασε και ήρθε να ξεκουραστεί δίπλα στο μαξιλάρι μου. Της ψιθύρισα να μην σε ξυπνήσει και τρυφερά την πήρα αγκαλιά. Ήθελα κάπου να μιλήσω,
Δεν ξέρω αν ήταν καταδίκη δική σου ή ανάγκη δική μου να τιμωρήσω την καρδιά μου που σ΄ αγάπησε τόσο. Μάζεψα τα ρούχα που λέρωσε αυτή η ζωή
Βρέχει… η υγρασία τρυπάει το κορμί, ίσως για να μου υπενθυμίσει πως ακόμη είμαι ζωντανή. Συνεχίζω να μετράω ώρες, μέρες, μήνες μακριά σου. Πλάθω ψευδαισθήσεις στο θολό τοπίο,
Πέρασαν ήδη δυο χρόνια, δυο χρόνια που είμαστε χώρια, που οι ανάσες μας δεν παντρεύονται κάθε βράδυ, που η αγκαλιά μας δεν υμνεί τη χαραυγή, που οι κραυγές
Τολμώ και ανοίγω τα μάτια, μόνο γιατί ξέρω πως στην άλλη άκρη αυτού του κόσμου υπάρχεις εσύ… Η πρωινή δροσιά έχει έρθει και χαϊδεύει ότι τα δικά σου
Όταν έμαθα το μυστικό που έκρυβες τόσο περίτεχνα, από εκείνο το πρώτο βράδυ που η αυγή μας βρήκε αγκαλιά, που η πρώτη “καλημέρα” έγινε το φιλί σου, αισθάνθηκα
Κάθισα σε μια γωνιά και άφησα τις ανάσες να βρουν ξανά τον γνώριμο ρυθμό, χωρίς την αγωνία της παράδοσης. Άρρωστη η φαντασία του έρωτα, που δεν σ΄ αφήνει
Ο δικός μου καμβάς θα ΄ναι ζωγραφισμένος μονάχα από σένα. Θα ΄ναι μεγάλος και θα τον στήσω ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι μας. Όταν η ώρα της ηδονής
Ακίνητη μέσα στο σκοτάδι, κοιτάζω χωρίς να βλέπω τα βήματά σου να φεύγουν μακριά μου. Ο ήχος τους άρχισε να σβήνει τη μαύρη εκείνη ώρα που ο Ουρανός
Γεννήθηκαν οι μέρες που οι κερασιές σταμάτησαν ν΄ ανθίζουν για χάρη της αγάπης. Τα υπέροχα μπουμπούκια ταμένα στο σκίρτημα το μαγικό, άρχισαν να αιωρούνται σχεδόν μαραμένα σαν μπαλαρίνες
Κλεμμένο το πρώτο φιλί της ημέρας από τα χείλη που γαργαλάνε τον αυχένα, όταν τα μαλλιά σου παντρεύονται ξανά με τα δικά μου. Κάθε ξημέρωμα ο ίδιος γάμος,
Ένα κάλυμμα ψυχρής ευγένειας και ανεκτικής φιλοφρόνησης χαρισμένη για τα μάτια μου μόνο, το νέο σου δώρο, το πιο σκοτεινό. Για μένα που όρισα ψυχή μου τα λόγια
Γιατροί και Φαρισαίοι, Δούκες και Γραμματικοί συνεδρίασαν, πόρισμα για να βγάλουν. Ίσως ζήσω και από την άλλη, ίσως και να πεθάνω, κανείς τους δεν ξέρει με σιγουριά να
Κοίταξα μια τελευταία φορά το δωμάτιο, το μόνο που θα θυμίζει πως έζησα κάποιες στιγμές καθημερινότητας μαζί σου. Ένα φθαρμένο κουβερλί πάνω στον καναπέ, μια κούπα καφέ που
Φίλοι και γνωστοί φώναζαν “ατρόμητη” και μ΄ ένα γέλιο ικανοποίησης γύριζα το βλέμμα και απαντούσα. Μέρες τώρα, αυτό το γέλιο απλώς έχει παγώσει στα χείλη. Πώς μπορώ να