Πέρασαν τα χρόνια της παιδικότητας, της αφέλειας, εκείνα τα χαρούμενα από τις εφηβικές ανταρσίες του αίματος που κυλούσε στις φλέβες σαν γρήγορο ρυάκι. Το σ’ αγαπώ μιας μέρας, μιας ώρας, δύο λεπτών.
Δεν ήμουν καλή στην πρόσθεση, στην αφαίρεση. Μόνο ό,τι με ενοχλούσε έφευγε από το δρόμο μου. Αφουγκραζόμουν με ευκολία τον εγωισμό, την αδιαφορία, αφαιρούσα ανθρώπους, πρόσθετα στιγμές. Άλλοτε μοναχικές, άλλοτε φανταστικές, άλλοτε θορυβώδεις.
Μία γραμμή με χώριζε από τις τρέλες της στιγμής.
Μάχες εποχής με τον κόσμο, με την κοινωνία αυτή που ποτέ δεν κατάλαβα και δεν έγινα καλούπι της.
Το δικό μου πνεύμα ή αγαπήθηκε σφόδρα ή μισήθηκε άλλο τόσο. Δεν ξέρω αν έφταιγα, αν προκαλούσε η νοημοσύνη μου τον περίγυρο μου.
Η ψυχική κούραση ήταν κολλημένη στο πετσί μου μαζί με την σωματική.
Συζητούσαν για την κατάντια μου…
Τις άκουγα να με λοιδορούν. Με λυπόταν ο εαυτός μου.
Δεν μας δίνει πάντοτε ο καθρέφτης το χαστούκι. Έρχεται και ο από μηχανής θεός… πότε φίλος, πότε ξένος, που σου ρίχνει στα μούτρα ένα κουβά νερό. Και τότε συνέρχεσαι.
-Ζήσε βρε καημένη, η ζωή περνά, δεύτερη δεν υπάρχει!
Φόβος με κυριεύει, αφού δεν έζησα ούτε την πρώτη, ποια δεύτερη;
Η χειμερία νάρκη τελειώνει, έτσι, μια μέρα ξαφνικά.
Μεγάλωσα προνομιούχα πια στα “μαθηματικά” αναπάντητα ερωτηματικά. Άνθρωποι που με πλήγωναν, μα είχα την ειλικρίνεια να αντιστέκομαι στο άδικό τους, είχα την τόλμη να τα βάζω με τους ισχυρούς.
Ξαναγεννήθηκα.
Κρυμμένη στην ντουλάπα ήμουν, με τα δεκάδες φουλάρια, κολλημένη στην ανυπαρξία που με το ζόρι φόρεσα επί σειρά ετών.
Και το ρολόι ξάφνου χτύπησε 12:00!
Ναι, η Σταχτοπούτα πέταξε τα φουλάρια με τα πολύχρωμα ψεύτικα γιατί και ντύθηκε φως, αγάπη, έρωτας, άνεμος, πουλί.
Εδώ στο Νότο έχει λιακάδες, περνούν τα χρόνια χωρίς “γιατί”, χωρίς “για ποιο”, χωρίς “για πάντα”, χωρίς “ποτέ”… Εδώ στο Νότο χαράζει μόνο γιασεμί!
Ευαγγελία Αλιβιζάτου