Γιατί ξαναγύρισες; Τι σε έκανε να πιστεύεις ότι η πόρτα είναι ανοιχτή;
Ποιος σου είπε ότι έχεις το δικαίωμα να μου απευθύνεις ξανά τον λόγο;
Μάλλον λάθος κατάλαβες, μάλλον λάθος εκτίμησες την κατάσταση, σίγουρα ξεγελάστηκες.
Τις ευκαιρίες σου τις πήρες, στις έδωσα, αλλά τις πέταξες όλες στο καλάθι των αχρήστων.
Τα ψέματά σου τα άκουσα όλα προσεκτικά, ένα ένα, αλλά δεν έπιασαν τόπο.
Το υποκριτικό σου ταλέντο, σε άφησα και αυτό να το ξεδιπλώσεις, δεν σε εμπόδισα, αλλά η παράστασή σου δεν ήταν σε γενικές γραμμές καλή.

Σου εξήγησα με κάθε τρόπο, πάλεψα με κάθε μέσον, αλλά ποτέ δεν με άκουσες.
Ή μάλλον άκουσες, αλλά ό,τι σε βόλευε, ό,τι σε συνέφερε, ό,τι ήταν κομμένο και ραμμένο στα μέτρα σου.
Και όταν έφυγα οριστικά από σένα, τότε φυσικά αυτό δεν σου άρεσε.
Όχι γιατί είχες συναισθήματα, αλλά γιατί ξύπνησε ο καλοταϊσμένος εγωισμός σου.
Δεν μπορούσες να δεχτείς ότι δεν υπάρχεις για μένα πια.


Ναι, όπως το ακούς.
Δεν υπάρχεις.
Ούτε εσύ, ούτε τα μηνύματά σου, ούτε η φωνή σου, ούτε τίποτα.
Ούτε η γοητεία σου, ούτε εκείνο το χαμόγελό σου που πάντα με τουμπάρει.
Αόρατος απλά.
Βλέπεις κάποιες πόρτες όταν κλείσουν, σφαλίζουν, αμπαρώνουν, χωρίς “μήπως”, “ναι μεν, αλλά…”.
Γι’ αυτό σου λέω, γιατί ξαναγύρισες;
Εδώ δεν αγοράζουμε πια!
Τζάμπα ο κόπος!

Αφιερωμένο..


Ρούλα Παγιαλάκη

Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.