Πάλεψα πολύ να βρω τον εαυτό μου από τη μέρα που έφυγες… Που έκλεισες απλά την πόρτα πίσω σου κι έβαλες φωτιά σε κάθε γέφυρα επικοινωνίας, σε κάθε τρόπο, σε κάθε μέσο. Μόνη μου προσπαθούσα να εικάσω τους λόγους. Με εσωτερικούς μονολόγους, άλλοτε και διαλόγους, ρωτούσα τον εαυτό μου για να πάρω τις απαντήσεις που εσύ όφειλες να δώσεις. Από τον θυμό στη θλίψη κι από την απογοήτευση στην αποδοχή, σεργιανούσα την άδεια μου ψυχή. Σε μέρη που κινδύνευα να σε δω οδηγούσα το έρημό μου σαρκίο. Κομμάτια… κομμάτια σπασμένα που προσπαθούσα να τα ξανακολλήσω που με άφησες. Μα τελικά, η ζωή συνεχίζεται!
Δειλά- δειλά άρχισα ν’ ανοίγω τα παράθυρα του μυαλού μου για να μπει λίγο φως. Επιφυλακτικά, άρχισα να δίνω ευκαιρίες στις ανθρώπινες σχέσεις κι άφησα στο παρασκήνιο τον φόβο μου, τον μεγαλύτερο μου φόβο, να εξαφανίζονται οι άνθρωποι χωρίς καμιά δικαιολογία, δίχως εξήγηση. Και ναι! Κατάφερε κάποιος να με πείσει πως αξίζει μια ευκαιρία. Του την έδωσα. Δεν τον ερωτεύτηκα, αγάπησα όμως τον τρόπο που μ’ ερωτεύτηκε εκείνος, που με διεκδίκησε. Που με επιμονή διέλυσε την ομίχλη που είχε καλύψει την καρδιά μου. Είχα ηρεμήσει. Σχεδόν, σε είχα ξεχάσει. Έκανα τις αναμνήσεις μας ένα κουβάρι, τις έκλεισα σ’ ένα κουτί και τις έθαψα όσο πιο βαθιά μέσα μου μπορούσα. Τις ξέθαβα μόνο κάτι βράδια που η αύρα σου ήταν ζωντανή γύρω μου. Που το άρωμα σου αναστάτωνε το μυαλό μου. Κι όταν έπρεπε να πάρω τις πιο μεγάλες μου αποφάσεις. Τότε αναλογιζόμουν πόσα ζήσαμε και το πώς με άφησες κι έπαιρνα φόρα να προχωρήσω μπροστά.
Και ξαφνικά… Ένα μήνυμα. ” Χρόνια πολλά” έγραφες, “ελπίζω να είσαι καλά” έγραφες, ” δεν έχεις φύγει στιγμή απ’ την καρδιά μου, να μου προσέχεις”… Ένας Θεός ξέρει πώς δεν έσπασα το τηλέφωνο για να σε κάνω κομμάτια. Και πάλι, όλα τα συναισθήματα από την αρχή… και πάλι πρώτος ο θυμός. Δε σου απάντησα, έπαιρνα την εκδίκησή μου. Μα εσύ επέμενες, μου έστελνες την “καλημέρα” που τόσο καιρό αποζητούσα, με δικαιολογούσες για τη στάση μου, μ’ έφερες στα νερά σου και πάλι. Σου μίλησα, σε έβρισα, σε κατηγόρησα κι ευθύς σε ρώτησα τι κάνεις, πώς είσαι, αν μου είσαι καλά… “Καλά” γενικά κι αόριστα, αποκρίθηκες. Μου έφτανε. Αρχίσαμε να μιλάμε κάθε μέρα και πιο πολύ κι οι τύψεις για τον νέο μου σύντροφο φούντωναν, μα ήμασταν θύελλα, όπως τότε. Θυμήθηκα πάλι την έννοια του έρωτα, αυτής της τρέλας που δε σταματά, του χαμόγελου της ψυχής.
Βρεθήκαμε, μιλήσαμε για όλα, τάχα. Ανταλλάξαμε τα φιλιά τα δικά μας που κόβουν τα γόνατα και την ανάσα. Χώρισα… χώρισα για να ‘μαι μαζί σου, για να το πάμε πάλι από την αρχή πιο σωστά. Όλοι αξίζουμε άλλωστε, έλεγες, μια δεύτερη ευκαιρία. Μα είχες ξεχάσει να μου πεις κάτι. Ότι κι εσύ προχώρησες στη ζωή σου. Ότι η μοίρα το ‘φερε κι είσαι με έναν άνθρωπο που δε μπορείς ν’ αφήσεις, γιατί οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Και παράλληλα άφησες να εννοηθεί, πόσο πιο νέα, πόσο πιο πλούσια, πόσο πιο διαθέσιμη είναι από μένα.
Γιατί γύρισες τότε, γαμώτο; Γιατί; Για να μ’ αποτελειώσεις, για να με καταστρέψεις, για να διαλύσεις από εγωισμό ό,τι ξεκίνησα με φόβο, για να επιβεβαιωθείς για άλλη μια φορά; Γιατί;
Είναι άδεια η ζωή σου, παραδέξου το. Καλόμαθες να σ’ αγαπάνε και τώρα ασφυκτιείς σε μια σχέση με συμβόλαια κι όρους. Κι ήρθες για να πάρεις τη τζούρα σου. Με σακάτεψες, όμως. Γιατί ξαναγύρισες…Γιατί;
Κωνσταντία