Αυτό το κείμενο θα το αφιερώσω εξ’ ολοκλήρου σε εσένα.
Σε εσένα, ναι.
Δεν χρειάζεται να πω το όνομά σου, αρκεί που το ξέρω εγώ.
Γνωριστήκαμε εκείνο το φθινόπωρο κάτω από τα φώτα του κλαμπ που εσύ δούλευες.
Είχα κάνει την πρώτη κίνηση να σε προσεγγίσω.
Σου έστειλα ένα σφηνάκι και δεν γύρισα καν να κοιτάξω αν το έλαβες.
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα και καθώς έπινα το ποτό μου, ήρθες και μου συστήθηκες.
Αλλάξαμε χαιρετισμό και αριθμό κι ύστερα έφυγα.
Εκείνο το βράδυ δεν είχα ιδέα ότι θα έμπαινα σε μια τόσο καταστρεπτική περίοδο στην ζωή μου.
Τίποτα δεν προμήνυε ότι δεν ήσουν ο κατάλληλος άνθρωπος για μένα.
Πέρασα πολλά.
Υπήρξαν ελάχιστες στιγμές που ήμουν ευτυχισμένη, ή μάλλον καλύτερα να πω ότι είχα την ψευδαίσθηση ότι ήμουν.
Δεν θα σπαταλήσω τον χρόνο μου άλλο για σένα.
Πάλεψα πολύ για να σε βγάλω από μέσα μου.
Ναι, πέρασα βράδια που το μαξιλάρι μου γινόταν μούσκεμα από τα δάκρυα.
Τα συναισθήματά μου ήταν έρμαιο της δικής σου ψυχολογίας.
“Πόσο έξω έπεσα!” έλεγα μέσα μου αυτό με σκότωνε κάθε μέρα.
Κάθε μέρα βίωνα τον δαίμονα της κατάθλιψης να με πνιγεί όλο και περισσότερο.
Πότε δεν με αγάπησες.
Ποτέ!
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, αυτό θα λέω στον εαυτό μου.
Αφού πριν από εμένα καλά ήσουν.
Αφού μετά από εμένα πάλι καλά είσαι.
Προς τι όλη αυτή η ενδιάμεση ταλαιπωρία;
Δεν ξέρω αν το διαβάσεις.
Δεν ξέρω αν θα το βιώσεις ποτέ το συναίσθημα της αγάπης, όμως αν το νιώσεις ποτέ, αυτό θα είναι που θα σε καταστρέψει.
Γιατί εσύ ο ίδιος κατέστρεψες ό,τι καλό ένιωσα για σένα.
Αυτό που δεν μου προσέφερες και με έκανες να σε παρακαλέσω, αυτό σου εύχομαι να το ψάχνεις και να μην το βρίσκεις ποτέ…
Χρυσάνθη Σ.