Μια φορά κι έναν καιρό… βυθισμένη στις σκέψεις της και σκυμμένη πάνω από τα χαρτιά της, σκεφτόταν πότε θα έρθει η ώρα να φύγει από την δουλειά για να γυρίσει στο σπίτι. Σήκωσε το κεφάλι της και αντίκρυσε δύο μάτια καρφωμένα επάνω της. Πελάτης ήταν, που ήθελε να μιλήσει στην διευθύντριά της. Όσο όμως περίμενε, δεν πήρε τα μάτια του από εκείνη. Γεμάτη αμηχανία κατέβασε το κεφάλι της και αισθάνθηκε τα μάγουλα της να καίνε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά με ακανόνιστους παλμούς. “Μα τι κάνει;” αναρωτήθηκε σιωπηλά. Όσες απόπειρες έκανε να σηκώσει το κεφάλι της, αυτός εκεί, κολλημένη η ματιά του επάνω της. Κάποια στιγμή η συνάντηση έγινε και ακόμη και από το τζάμι του γραφείου την κοιτούσε ενώ συζητούσε για την δουλειά του. Όταν η συνάντηση τελείωσε και εκείνος περνούσε, έφυγε ρίχνοντάς της μια τελευταία ματιά όλο φλόγα.
Από εκείνο το πρώτο απόγευμα, ακολούθησαν πολλά, με όλο πιο έντονες κινήσεις από μέρους του, προκαλώντας της όλο πιο έντονα συναισθήματα. Μέχρι που ήρθε μια απρόσμενη συνάντηση για εκείνη. Όχι όμως από την δική του πλευρά. Είχε σχεδιάσει κάθε λεπτομέρεια. Την πλησίασε βγαίνοντας από το γραφείο την ώρα που σχόλασε, την χαιρέτησε και την ρώτησε αν θα ήθελε να πάνε για ένα ποτό. Εκείνη αρνήθηκε ευγενικά και έφυγε. Αυτό δεν τον απογοήτευσε, ήταν σίγουρος ότι ότι κάποια στιγμή θα τα καταφέρει να την σαγηνεύσει. Πείσμωσε και κάθε απόγευμα την περίμενε έξω από την δουλειά της. Την κοιτούσε έντονα και και την έκανε να παγώνει. Μούδιαζε καθώς την κοιτούσε. Τα πόδια της έτρεμαν. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά και γρήγορα. Η διευθύντριά της, μετά από ένα μήνα της ανέθεσε την υπόθεσή του. Στο τέλος του πρώτου επαγγελματικού ραντεβού, της άπλωσε το χέρι και την πλησίασε. Το πρόσωπό της έκαιγε και στεκόταν με δυσκολία από την ταραχή και την αμηχανία. Από εκεί και πέρα, κάθε φορά που ερχόταν της έφερνε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.
Ο καιρός περνούσε και η επιμονή του συνέχιζε παθιασμένα. Την κοιτούσε με τα μάτια του τα μεγάλα και της έδειχνε τέτοιο θαυμασμό, που την έκανε να αισθάνεται μοναδική. Γινόταν όλο και πιο φιλικός μέρα με την μέρα, κερδίζοντας συνέχεια έδαφος. Μια μέρα της είπε “Έχω μάθει τα πάντα για σένα. Δεν έχεις σχέση. Δεν είσαι δεσμευμένη. Ούτε εγώ….” και συνέχισε “Ίσως γιατί περίμενε ο ένας τον άλλο!”. Μετά από πολλές αρνήσεις, του απάντησε θετικά. Αφού έκατσαν σε ένα μικρό, ήσυχο μαγαζί με όμορφη μπλουζ μουσική δίπλα στην θάλασσα, άρχισαν να συζητάνε. Την ρωτούσε για την ζωή της εκστασιασμένος, κοιτώντας την τρυφερά πάντα μέσα στα μάτια. Ήταν λες και ήθελε να αγγίξει την ψυχή της. Ακολούθησαν και άλλα βράδια, απογεύματα, πρωινά και σαββατοκύριακα. Τώρα πια είχε περάσει ο καιρός και ήταν μαζί και αχώριστοι.
Ήταν αυτό που ποθούσε και όλα όσα δεν βρήκε πριν. Μια μέρα της είπε να κλείσει τα μάτια της. Κάτι έδεσε στο δάχτυλο της. Όταν τελείωσε και τα άνοιξε, είδε μια κόκκινη κλωστή δεμένη και στων δύο τον παράμεσο. Περασμένο μέσα ήταν στην κλωστή, ήταν το δαχτυλίδι που θα τους ένωνε για πάντα. “Είσαι η άκρη στην κόκκινη κλωστή μου και είμαι η δική σου. Ο ένας περίμενε τον άλλο μέχρι τώρα. Τώρα η άκρη στην κλωστή βρέθηκε και ξεμπερδεύτηκε. Βρήκε την άκρη της…”. Εκείνη του έδωσε ένα φιλί και είπε ναι γεμάτη ευτυχία! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα… Παράξενη η ζωή και φυλάει εκπλήξεις. Αν κάποιος σε περιμένει και τον περιμένεις και εσύ, δεν θα αργήσει να έρθει η ώρα. Λένε ότι όταν γεννιόμαστε η μοίρα μας γράφει τι θα βρούμε στο διάβα μας… Αν αυτοί οι δύο βρήκαν ο ένας τον άλλον τότε να περιμένεις και εσύ το γραφτό σου…!
Στέλλα Παζάλου
Russet Feelings by Stella