Βρέχει και οδηγώ βράδυ στην Λεωφόρο Αθηνών, στο ράδιο μπαίνει το τραγούδι μας, νιώθω το χέρι σου όπως άλλοτε να κρατάει το δικό μου όσο αλλάζω ταχύτητες. Θυμάμαι τα βράδια που ερχόμουν να σε δω, έστω για ένα τσιγάρο και ένα φιλί σου. Ανοίγω το πακέτο, τραβάω μια δυνατή τζούρα, βγάζω αριστερό φλας και στρίβω στο φανάρι. Έρχομαι σπίτι σου, δεν ξέρω γιατί έρχομαι και ούτε τι θέλω να σου πω. Υπάρχει όμως ένα που ξέρω, πως θέλω να κάνω ένα τσιγάρο μαζί σου. Όσο εκείνο καίγεται, να σου πω τι ένιωσα. Δεν θέλω να μιλάς, απλά άκου και κάνε κύκλους με τον καπνό. Θέλω να σου πω μόνο πόσο μου έλειψε να καπνίζω μαζί σου…
Το παράθυρό σου έχει φως, άραγε με σκέφτεσαι ή έχεις παρέα; Δεν έμαθα ποτέ τι συνέβαινε πίσω από ‘κείνο το παράθυρο. Δεν χτύπησα, φοβήθηκα να σου πω πως το μόνο που ήθελα είναι να κατέβεις για ένα τσιγάρο, να ακούσουμε τη βροχή. Κατέβηκα μηχανικά από το αμάξι, ξεκόλλησα το αυτοκόλλητο με το όνομά σου στο κουδούνι και κόλλησα ένα τσιγάρο από κάτω, ίσως οι γείτονες με έβριζαν, ίσως το περνούσαν για φάρσα. Τράβηξα τελευταία τζούρα και το πέταξα στα σκαλιά σου, σου είπα όσα ήθελα και ας μην τ’ άκουσες. Θέλω να πιστεύω ότι το πρωί το βρήκες, θέλω μόνο να ξέρεις ότι πέρασα…
Mary R