Ήταν καλοκαίρι, θα ήμουν δώδεκα ετών, ένα ντροπαλό κορίτσι που δεν τολμούσε να κοιτάξει κανένα αγόρι στα μάτια. Τότε όμως ήταν η στιγμή που ένιωσα δύο γαλανά μάτια να με κοιτάνε. Έκανα το λάθος να σηκώσω το βλέμμα μου. Ένας άγγελος ήταν απέναντί μου! Ξανθός, με ένα γαλάζιο στα μάτια που σε καθήλωνε. Αυτό ήταν, το βέλος του έρωτα χτύπησε κατευθείαν μέσα στην μικρή καρδιά μου! Εγώ ντροπαλή, τα μάγουλά μου είχαν γίνει κατακόκκινα. Πιο δίπλα η μητέρα μου. Ευτυχώς δεν είχε καταλάβει τίποτα. “Τι ντροπή Θεέ μου!”.
Καλοκαίρι στην Τσεχία, στο σταθμό των λεωφορείων. Ο κόσμος ήταν πολύς. Ήταν μεσημέρι και όλοι περίμεναν το λεωφορείο για να γυρίσουν στο σπίτι τους μετά την δουλειά. Εγώ είχα όμως χαθεί μέσα σε αυτά τα μάτια. Δεν έβλεπα κανέναν, η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που φοβήθηκα μην καταλάβει κανείς ότι κάτι συμβαίνει. Εγώ στην μια άκρη και αυτός με έναν φίλο του απέναντι. Ξαφνικά το λεωφορείο ήρθε και τότε τον έχασα. Ο κόσμος μαζεύτηκε και έχασα από το οπτικό μου πεδίο αυτό τα μάτια που έμοιαζαν θάλασσες. Ανεβήκαμε όλοι στο λεωφορείο, η ζέστη έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. Εγώ χαμένη και παράλληλα απογοητευμένη που δεν μπορούσα να τον εντοπίσω. Κοιτούσα παντού, δεξιά και αριστερά. Ήμουν με την μητέρα μου μπροστά, το βλέμμα της καρδιάς μου έφτιαξε μέχρι πίσω και τότε τα μάτια μας για πρώτη φορά συναντήθηκαν και έμειναν εκεί μέχρι να κατέβω. Σαν να σταμάτησε ο χρόνος, σαν ξαφνικά να γίναμε αγάλματα. Καμία κίνηση, μιλούσαν τα μάτια.
Από την ζάλη του έρωτα με έβγαλε το χέρι της μητέρας μου. Με τράβηξε για να κατέβουμε στην στάση μας. Δεν ήθελα να φύγω, υπνωτισμένη από τα μάτια του, ήθελα να πάω κοντά του. Κατεβήκαμε, η καρδιά μου χίλια κομμάτια. Κοιτούσα το λεωφορείο να απομακρύνεται και πίσω στο τζάμι αυτός με χαιρετούσε. Λύπη σαν μαχαίρι κάρφωσε την καρδιά μου. Δεν τον είδα ξανά ποτέ… Να μοιράζεστε στιγμές, έστω κι αν είναι για λίγο, ακόμα και αυτό το λίγο δίνει ζωή και πνοή στην ψυχή.
Άνδρεα Αρβανιτίδου
https://www.andreaarvanitidou.com/