Δεν σου τηλεφώνησα. Δεν μου τηλεφώνησες. Η μία μέρα έφερε την άλλη και ο καιρός πέρασε, τα χρόνια πέρασαν. Μείναμε βουβοί πίσω από τα καλώδια και τις άψυχες οθόνες, μείναμε βουβοί πίσω από τα συναισθήματα. Άλλαξες εσύ. Άλλαξα κι εγώ. Τίποτα δεν είναι το ίδιο. Σίγουρα θυμάσαι μια άλλη πλευρά του χαρακτήρα μου, σίγουρα δεν ξεχνώ μια πλευρά του δικού σου. Δεν θέλω επαφή, δεν θέλω ενδιαφέρον. Να φύγω θέλω, να μην με ξαναδεί κάνεις. Πλάστηκαν τα σώματα και οι ψυχές για διαφορετικούς κόσμους. Δεν σ’ αγαπώ πια, ίσως δεν σε αγάπησα ποτέ πραγματικά. Ήθελα απλώς να σε διαλύσω, να διαλύσω ό,τι ένιωσα, να διαλύσω κάθε κομμάτι που είχε γραμμένο τ’ όνομά σου.
Ήθελα μόνο εκδίκηση. Έτσι, γιατί μέσα από την εκδίκηση θα ένιωθα λύτρωση. Όμως ούτε έτσι απαλλάχτηκα από εσένα. Φυλακισμένη στα άδυτα της ψυχής μου η δική μας ιστορία. Σαν τα ψάρια που πιάνονται στο δίχτυ. Φεύγω. Μην με ξανά ψάξεις πια. Δεν έχει νόημα. Δεν την θέλω την ζωή μου έτσι, δεν την θέλω δίχως να μπορώ να λέω ό,τι νιώθω. Αυτά του είπε, αφήνοντας την τελευταία της πνοή λίγο πριν πέσει στο κενό. Η ιστορία μιας ψυχής που δεν βρήκε την ανταπόκριση στον έρωτα. Στον έρωτα που τόσο πολύ πίστεψε ότι μπορούσε να τον νικήσει.
Χρυσάνθη Σ.