Σ’ αγάπησα πολύ, το ξέρεις, άσχετο αν δεν το εκτίμησες. Σε σεβάστηκα σαν άνθρωπο, ακόμα κι όταν ήξερα τα ψέματα που μ’ αράδιαζες, λάθος – σωστό ποιος το ξέρει πια. Πάει καιρός που κόπηκε το αόρατο νήμα που μας έδενε σφιχτά. Παρ’ όλα αυτά, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Είχα μια τόση δα μέσα μου κρυμμένη σαν μια σπίθα από ένα σπίρτο που σιγοκαίγεται, γνωρίζοντας ότι έρχεται το τέλος της.
Διάλεξες να επιστρέψεις μια νύχτα, τότε που οι άμυνες πέφτουν. Σε κοίταξα και μου κόπηκε η ανάσα. Τρυφερός, ευγενικός, ο παλιός καλός σου εαυτός, αυτός που αγάπησα. Ο ίδιος εκείνος που με έριξε στο κενό της ανυπαρξίας. Ξύπνησα σαν από λήθαργο. Δεν ένιωθα το ίδιο πια, τα σπασμένα κομμάτια είχαν ρωγμές. Δεν ξαναγυρίζω εκεί. Τέλος.
Στέλλα Σωτήρκου