Σήμερα σ’ άκουσα… Σηκώθηκα το πρωί, έριξα νερό στο πρόσωπό μου, ήπια τον καφέ μου, μα μου έλειπες. Έλειπε η “καλημέρα” σου. Πόσο καιρό έχω να την ακούσω… Πόσο καιρό έχει να πάει τελικά καλά αυτή η μέρα… Ήρθα στη δουλειά και τριβέλιζες στο μυαλό μου. Ήσουν εκεί, σου μιλούσα, σου έλεγα τα προβλήματά μου και σου παραπονιόμουν για τη χθεσινοβραδινή μου μοναξιά. Πήρα μια ανάσα, πήρα το τηλέφωνο στα χέρια μου και σχημάτισα τον αριθμό σου. Τον έσβησα. Έκανα ένα τσιγάρο και τελικά σε κάλεσα. Σκεφτόμουν να το κλείσω μέχρι που σ’ άκουσα…
Ξαφνιάστηκες κι εσύ, προσπαθούσες να το κρύψεις καθώς μου διηγούσουν κομμάτια της καθημερινότητάς σου, αλλά το ένιωθα. Ήθελες να μου δείξεις πως μου μιλάς φιλικά, όμως τον άκουσα εκείνον τον κόμπο στο λαιμό, η ψυχή μου πλημμύρισε δάκρυα όταν αντιλήφθηκα έναν πνιγμένο σου λυγμό. Βιάστηκα να κλείσω. Να μη σε κάνω να πονάς, γιατί ξέρω από πόνο. Να μη ξεφύγει ο λυγμός και γίνει δάκρυ, γιατί ξέρω από κλάμα…
Ο έρωτας αυτός ψυχή μου, μας ξεπερνάει. Το ξέρουμε κι οι δύο. Εσύ ο δυνατός κι εγώ η master της οργανωτικότητας, πέσαμε σε έρωτα πιο πάνω από εμάς. Σαστίσαμε, τον διαλύσαμε. Τώρα πάνω στα απομεινάρια του κοιτάμε δίχως άλλο το κενό. Να τολμούσα να σου πω αυτό που σκέφτομαι… Μόνο να ‘χα τη δύναμη… Πάμε πίσω στο βράδυ που γνωριστήκαμε; Πάμε να το ζήσουμε όλο πιο σωστά απ’ την αρχή; Πάμε πάλι να ερωτευτώ εγώ τα χαμόγελό σου κι εσύ τα μάτια μου κι αυτή τη φορά να μην μπει στάλα εγωισμού ανάμεσά μας;
Κωνσταντία