Ήταν κοντά στο τέλος του χειμώνα, όταν χόρεψα μαζί σου για τελευταία φορά. Σαν να μην υπήρχε αύριο, σαν να ήξερα ότι δεν θα σε ξαναδώ… Μετά από λίγες μέρες ζήτησες να χωρίσουμε. Συμφώνησα. Σε αποχαιρέτησα και σε παρέδωσα στη λήθη! Στις μέρες που ακολούθησαν το τέλος μας, δεν σε έψαξα, δεν με αναζήτησες! Τώρα μετά από μήνες βγαίνεις ξαφνικά μπροστά μου! Μια σταγόνα δάκρυ ξεχειλίζει στα μάτια… Ένα πικραμένο συγνώμη κρέμεται στα χείλη σου… Μου λες πόσο λυπάσαι για τα ψέματα, για τον εγωισμό και την λιποταξία σου. Απολογείσαι που άργησες τόσο να καταλάβεις πόσο σημαντικοί είμαστε οι δυο μας… Οδύρεσαι για το χρόνο που χάθηκε… Δείχνεις μετανοιωμένος… Κι εγώ, αλήθεια στο λέω, αναρωτιέμαι γιατί βρίσκεσαι εδώ!
Τώρα που επιτέλους κατάφερα και έκανα ειρήνη με τον εαυτό μου, η συγνώμη σου δεν έχει νόημα κι αξία. Η ύπαρξή μου ήδη εξόφλησε τον χαμό σου. Η απουσία σου εντυπώθηκε σε κάθε κύτταρο της ανθρώπινης ζωής μου. Δυσκολεύτηκα… Ο κόσμος μου υπέφερε φριχτά από την πτώση σου. Παραίσθηση… Χάθηκες… Σκόρπισε η καρδιά μου σε χιλιάδες κομμάτια κι εγώ προχωρούσα… Για καιρό το σώμα μου περιδιάβαινε τον κόσμο και συνέχιζε να αναπνέει, συμβιώνοντας με την νεκρή ψυχή μου που θρηνούσε χωρίς διάθεση να ζήσει και χωρίς να ελπίζει ότι θα μπορούσε ποτέ ξανά να αισθανθεί. Και τώρα ζητάς να γυρίσεις…
Η καρδιά θυμάται! Σε κοιτάζει και με λαχτάρα φτιάχνει ένα δάκρυ νοσταλγίας, που αν και στέκεται στην άκρη του ματιού, δεν θα κυλήσει ποτέ, δεν θα λυτρώσει κανέναν! «Μια φορά συμβαίνει στη ζωή… Ξέρουμε και οι δύο πόσο άργησες! Μην νοιάζεσαι για μένα, ούτε πού είμαι, ούτε με ποιον είμαι! Δεν θα γυρίσω ποτέ ξανά σε σένα. Κανείς από όσους συναντήσω δεν θα είναι εσύ. Όμως κι εγώ, δεν είμαι πια εκείνη που ήξερες…».
Αργυρώ Κ.