Μια πόλη που έχει παντού τα σημάδια σου, αυτή είναι η πόλη που ζω… Μια πόλη που απ’ τα σοκάκια της αντηχούν ακόμη τα γέλια μας, που οι βιτρίνες της αντικατοπτρίζουν το είδωλό σου να μου κρατά το χέρι. Κι εγώ κάθομαι και τις χαζεύω με τις ώρες, μήπως και νιώσω κάτι από ‘κείνη την αύρα, την ξεγνοιασιά της βόλτας μας. Μια πόλη γεμάτη από καφετέριες που καθίσαμε μαζί κι απολαύσαμε μικρές καθημερινές συνήθειες, μα τώρα λείπουν.
Πηγαίνω συχνά, παραγγέλνω το κρασί που μας άρεσε, κάθομαι στο μικρό καναπεδάκι που διαλέγαμε και καρφώνω το βλέμμα μου στη γωνιά του δρόμου για να σε δω να στρίβεις… Να μου χαμογελάς πονηρά γιατί πάλι άργησες στο ραντεβού μας. Όμως ξέρω δυστυχώς πως ποτέ ξανά δε θα ‘ρθεις… Ποτέ δεν θα μου απολογηθείς πάλι με αστείες δικαιολογίες για το τέταρτο που πάντα καθυστερούσες… Σχολάω απ’ τη δουλειά και τα πόδια μου με βγάζουν έξω απ’ το σπίτι σου. Πίσω απ’ τα σκούρα μου γυαλιά προσπαθώ να διακρίνω αν έχει φως το δωμάτιό σου, εκείνο που έγινε μάρτυρας των πιο μεγάλων μας στιγμών. Εκεί κλάψαμε, εκεί γελάσαμε, εκεί συζητήσαμε, τραγουδήσαμε χείλη με χείλη αντικριστά, κάναμε έρωτα, χωρίσαμε…
Κύκλος είναι η ζωή μας κι εσύ κρατούσες τον κοφτερό μας διαβήτη. Με χάραξες. Με μάτωσες. Σχεδίασες δυο κύκλους που δεν εφάπτονται πουθενά, διάλεξες το δικό σου κι έφυγες. Κι εγώ έμεινα πίσω να σε κοιτώ να ξεμακραίνεις μέρα με τη μέρα… Προσπάθησα, δούλεψα πολύ με τον εαυτό μου. Το μυαλό μου το έπεισα, έκανα καλή δουλειά. Δεν σε σκέφτομαι πλέον συχνά… Με την ψυχή μου ακόμη παλεύω και μ’ αυτά τα ρημάδια τα πόδια μου, που μ’ οδηγούν ακόμη κάποιες νύχτες σκοτεινές στα στέκια μας…
Κωνσταντία