Πόσα σπασμένα “σ’ αγαπώ”, κρύβονται πίσω από ένα “να προσέχεις”… Πόσο έρωτα, πόσο νοιάξιμο μπορεί να κλείνει ερμητικά μέσα της αυτή η τόση δα φράση… Πόσα ανείπωτα ακούγονται να ουρλιάζουν όταν την ξεστομίζεις… ”Να προσέχεις” μου είπες όταν έφευγες, “να προσέχεις τον εαυτό σου…”. Κι εγώ θύμωνα στο άκουσμα. Ήθελα να είσαι εδώ, να με προσέχεις εσύ.
Να διαλύεις τα σύννεφα στον ουρανό μου, να σκουπίζεις τα δάκρυα από τα μάτια μου όταν λυγίζω, να διώχνεις τους εφιάλτες μου τα ανήσυχα βράδια. Κι εγώ να προσέχω εσένα. Να προσέχω να μη μου πονέσεις, να μη σε ραγίσει τίποτα… Τώρα ο καθένας μόνος πρέπει να συντηρεί την ύπαρξή του, να επιβιώνει μέχρι να μάθει ξανά να ζει. Μέχρι να βρει, ίσως, ενδεχομένως, πάλι κάποιο νόημα που θα τον κάνει να νιώσει ζωντανός και να αρχίσει πάλι να προσέχει. Πόσες υπεκφυγές μπορεί να έχει αυτή η κατακλείδα στα μηνύματά σου… ίσως και πόσες τύψεις… Ξέρεις ότι μου είσαι απαραίτητος. Νιώθεις τη σκέψη μου όλη μέρα καρφωμένη επάνω σου.
Βλέπεις στα μάτια μου τον πόνο, που με πολλή δεξιοτεχνία μάταια προσπαθώ να κρύψω. Ηλεκτρίζεσαι κι εσύ όταν συναντιόμαστε και γι’ αυτό το ματαιώνεις. “Πρόσεχε” μου λες, για ν’ αποφύγεις να μ’ ακούσεις. “Πρόσεχε” μου λες, για ν’ αποφύγεις τους δαίμονές σου. Έχεις όλα τα πολύτιμά μου… την καρδιά μου, την ψυχή, το μυαλό. Τι άραγε έχει μείνει σε μένα να το φυλάξω; “Θα περάσει” μου λες κι εγώ διαλύομαι. “Θα ξεχάσεις” μου λες κι εγώ ματώνω. Είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω ζήσει κι αυτό το όμορφο ήθελα να το διατηρήσω σαν ερίτιμο κόσμημα, σαν εύθραυστο λουλούδι, σαν σπάνιο ανθό. Να μου προσέχεις μάτια μου ό,τι αγαπάω… Εσένα…
Κωνσταντία