Όλη τη νύχτα τα λέγαμε παρέα, όλη τη νύχτα σεργιανούσαμε στα μονοπάτια που ανοίξαμε και βρίσκαμε δρόμους κρυφούς για την ευτυχία… Μια ευτυχία όχι εφήμερη, πραγματική! Αφού μόνο τότε φώτιζε ο κόσμος μας, μόνο τότε τα μάτια μας έλαμπαν και χανόταν το σκοτάδι. Γελούσαμε που λες, με τα αστεία μας, αγκαλιαζόμασταν με χέρια ζεστά, ανταλλάζαμε λόγια φωτιά που καίνε τα χείλη, νιώθαμε όσα εμείς οι δύο μόνο ορίσαμε για τον έρωτα. Τι όμορφα που ήταν… μια νύχτα όπως παλιά! Τι όμορφα που με φιλούσες… μια νύχτα δική μας! Ξημέρωσε όμως και ξύπνησα. Ξημέρωσε και χάθηκες κι εσύ. Σώπασαν όλα… Το γέλιο πάγωσε στα χείλη, μάτωσε πάλι η καρδιά. Μόνο το μυαλό δεν σταμάτησε να στροβιλίζεται γύρω σου.
Τόσα “γιατί”, τόσα “συγγνώμη”, τόσα “μ’ ακούς”… Προσπάθησα να τρέξω μακριά σου, μα είσαι μέσα μου, ανάθεμά σε! Προσπάθησα να χωθώ σε αγκαλιές, μα ήταν τρύπιες και το κενό σου μεγάλωνε. Προσπάθησα να κρατήσω αποστάσεις, μα είσαι ένα μήνυμα μακριά, που να πάρει! Αφού δεν το ‘χω καταλάβει ακόμη, δύσκολο τελικά να βρω τι έχουν τα μάτια σου και τα λατρεύω ακόμη! Τι έχει ο ήχος της φωνής σου και μου νανουρίζει όλους τους φόβους της ψυχής μου! Τι έχει η αύρα του κορμιού σου και λείπει σε κάθε κύτταρό μου!
Πώς αντέχεις βρε μάτια μου… πώς αντέχεις αφού ξέρω ότι μ’ αγαπάς; Δεν πέφτω έξω… Πώς μπορείς και στέκεσαι σωστός απέναντι στα “πρέπει”; Πώς μπορείς και λογαριάζεις τους κανόνες και τις νόρμες, ενώ εδώ υπάρχει αμέτρητη αγάπη; Πώς ακόμη δεν λυγίζεις; Πώς…; Λύσε μου μια απορία που μου έχει καρφωθεί σα σφαίρα στο μυαλό και με πονά… Είσαι καλύτερα μακριά μου ή κι εσύ, όπως κι εγώ, τους βαριέσαι όλους κι απλά κάνεις περίπατο με ψεύτικη ζωή;
Κωνσταντία