Στάθηκες απέναντί μου, να μου δώσεις τις εξηγήσεις που απεγνωσμένα ζητούσε το μυαλό μου, που η ψυχή περίμενε καιρό να ποτιστεί από τα λόγια σου… Είχα μουδιάσει μέσα μου! Έβλεπα να φεύγεις, μα δεν το πίστευα! Νόμιζα μας δίνεις χώρο, αλλά εσύ έκανες την απόσταση χάσμα. Γέφυρες να ρίξω δεν μ’ άφηνες, όλες τις γκρέμιζες με ένα “Όχι!”, με ένα “Θα περάσει!”. Κι εγώ χαμένη, μπερδεμένη σε ό,τι ήξερα κι ό,τι μόλις γνώρισα, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει.
Πού πήγε ο έρωτάς σου, πού πήγε η τόση αγάπη, πού κούρνιασε ο άνθρωπός μου κι άξαφνα εμφανίστηκες εσύ! Άγνωρος στην καρδιά μου, γνωστός στα μάτια μου… Μου μίλησες για όρια, γι’ αυτά τα ρημάδια που τόσο καιρό πάλευες να προσπεράσω. Μου μίλησες για πόνο, γι’ αυτόν που μόνο εμείς γιατρεύαμε μ’ ένα βλέμμα. Μου μίλησες για έρωτα, μου είπες ότι δεν πέθανε. Και τότε αναθάρρεψα! Πυροτεχνήματα έσκασαν στο μυαλό κι ακούστηκαν μέχρι την καρδιά! Άρχιζε να ελπίζει…
Δύο δευτερόλεπτα κράτησε, όσο κι η παύση της φωνής σου. Δύο δευτερόλεπτα που πήγαν να μου δώσουν πάλι ζωή. Και τότε συμπλήρωσες “Δεν πέθανε ο έρωτας, κορίτσι μου, εγώ τον σκότωσα. Πόνεσα, αλλά τον σκότωσα…”. Η φωνή σου σαν ήχος από κτήριο που γκρεμίστηκε συθέμελα, η φιγούρα σου τρία μέτρα, σκοτείνιασε τον κόσμο μου. Μαύρισαν τα πάντα γύρω μου και μέσα μου. Μου έκρυψες τον ήλιο. Σηκώθηκα να φύγω. Τις απαντήσεις μου τις είχα πάρει. Τα πόδια μου έτρεμαν από το βάρος της κουβέντας σου. Η καρδιά μου έτρεμε κι αυτή από την παγωνιά που μετέδιδε η δική σου. Μου είπες να μη στεναχωριέμαι, ότι θα βρω δυο μάτια ομορφότερα να με κοιτούν…
Έφυγα, δεν κοντοστάθηκα καθόλου. Έφυγα με το κεφάλι σκυμμένο. Μόλις άκουσα την πόρτα πίσω μου να σφαλίζει, τότε μόνο ψέλλισα “Ναι, θα βρω. Όμως ποτέ δεν θα κοιτάξω εγώ κανέναν όπως κοιτούσα εσένα καρδιά μου…”.
Κωνσταντία