Κι αν μου φίλησες τη θλίψη στα μάτια, την γιάτρεψες. Κι αν μου κράτησες το παγωμένο μου χέρι, το ζέστανες. Κι αν η καρδιά μου ήθελε να νιώσει απεγνωσμένα, δεν πνίγηκες. Έμεινες ασάλευτος, περίμενες την ώρα… Κι όταν σου άνοιξα διάπλατα να μπεις, περπάτησες πάνω στην ψυχή μου με βήμα ελαφρύ, σχεδόν πετώντας, να μην μ’ ενοχλήσεις. Φώναζαν τα μάτια “σ’ αγαπάω”, μα η ακοή φτωχή. Η έβδομη αίσθηση δεν πέφτει έξω, το είχε καταλάβει, ήξερε ότι ήσουν ΕΣΥ! Εσύ μόνο που θα μπορούσες να το πετύχεις, εσύ μόνο που ακόμη και πριν σε συναντήσω, κρατούσες τα κλειδιά κι απολάμβανες τη δόξα σου…

Από το όχι, στο ίσως, στο ναι, στο μαζί, στο για όσο, στο για πάντα, στο άυλο… Με τρόπο ηδονικό κι άσπιλο εκφράστηκες, το τόλμησες. Κι εγώ, χωρίς ακόμη να ξέρω το γιατί, σε ακολούθησα. Στην αρχή δυο βήματα πίσω. Κι ως άλλο θαύμα, έπειτα πλάι πλάι… Πού θα μας βγάλει, έπαψα να ρωτάω. Όχι πως δε με νοιάζει, με νοιάζει, απλά ξέρω… Όπου και να μας βγάλει, μόνο καλό λογίζεται.


Δεν είναι το κέρδος ο άνθρωπος που στέκεται εκεί, κέρδος είναι μια ψυχή που τυλίγει τη δική σου, που κλείνει ερμητικά τον κύκλο να μην πονάς. Που δίνει όταν δεν ζητάς, που δεν μιλάει, μα εσύ τόσα ακούς. Που δεν φλυαρεί κι όμως λέει τις πιο μεγάλες αλήθειες περίτεχνα δοσμένες. Άραγε είναι το τέλος ή ο σταθμός; Δεν θέλω να το μάθω… Θέλω απλά να κυνηγάω το όνειρο μαζί σου…

Κωνσταντία


Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.