Ντύσου και φύγαμε μου είπες, βάλε το χαμόγελό σου, ψάξε να το βρεις. Πάρε δυο τσιγάρα για το δρόμο, μόνο δύο, δεν είναι δα και τόσο μακριά όσο νομίζεις η ευτυχία! Άσε τα χέρια σου γυμνά, μη σε νοιάζει, εγώ είμαι εδώ. Δεν θα κρυώσουνε ποτέ αυτά και η καρδιά. Άδειο το μυαλό, ζητά να το γεμίσεις. Παρακαλά κι αρνείται, αποζητά μια σκέψη που ξέρει a priori πως θα το βασανίσει. Κι εσύ εκεί, μ’ ένα χαμόγελο σχεδόν αίνιγμα κοιτάς, κοιτάς τις στροφές, τις στροφές που παίρνω, τις στροφές που με ζαλίζουν, μα δεν τις παύω. Το χέρι θα τ’ απλώσεις μόνο στο τέλος, όταν πια δεν θα ‘χω δύναμη να σταθώ άλλο και θα μου πεις και πάλι “Πάμε; Είναι αργά…”.
Είναι ξημέρωμα… Τάχα τώρα να αρχίζει η μέρα ή έχει ήδη περάσει; Πόσο σχετικός ο χρόνος μάτια μου, πόσο δυνάστης! Βασανιστής και σύμμαχος ταυτόχρονα. Τρέχει μακριά, τρέχει όσο μπορεί όταν είσαι παραδομένος, στέκεται παγωμένος, σχεδόν ασάλευτος όταν τον κοιτάς. Άφησέ μου μόνο μια επιλογή να διαλέξω… εμάς! Εμάς, αγάπη μου, εμάς…
Κωνσταντία