Το σκοτάδι απλώθηκε στον ορίζοντα, η θάλασσα δεν φαινόταν. Μόνο ο ήχος από τα λυσσασμένα κύματα έσπαγαν την σιωπή αυτής της νύχτας. Μια νύχτα ίδια με τις άλλες, μα και τόσο διαφορετική! Κάτω από τον έναστρο ουρανό, ο ήχος της θάλασσας χάιδευε τα αυτιά μου. Η αλμύρα της έφτασε στα ρουθούνια μου. Δεν βλέπω τίποτα πια, μόνο μια χρυσή δεσμίδα φωτίζει την επιφάνεια του νερού. Σαν μια νεράιδα που λούζεται στο σκοτάδι. Μόνη της για να μην την δει κανείς. Την ώρα που όλοι κοιμούνται, οι νεράιδες μπορούν να πετάξουν χωρίς φόβο και να νιώσουν ελεύθερες. Έτσι κι εγώ άφηνα τον πόνο μου πάνω στα βράχια, μήπως και ελευθερωθώ από όλα αυτά που με βαραίνουν.
Όλα μέσα μου σκοτεινά, μέσα στην ψυχή μου μια βουή. Όσο κι αν κοιτάζω τον ουρανό, όσο κι αν φωτίζουν τα αστέρια την θάλασσα, εγώ δεν μπορώ να δω τίποτα, μόνο το μαύρο που έχει τυλίξει το είναι μου. Μόνο η βουή και τα κύματα, προσπαθούν να καλύψουν την κραυγή της ψυχής μου. Μια νύχτα σαν κι αυτή το όνειρο έσβησε. Σβήνουν όμως τα όνειρα; Μήπως για λίγο χάνονται και μετά έρχονται ξανά πιο δυνατά;
Μια νύχτα του χθες που όλα έμοιαζαν μάταια, έδωσαν την σκυτάλη στο σήμερα. Η θάλασσα πιο ήρεμη τούτη την βραδιά. Ηρεμία στον ορίζοντα και η ψυχή μου προσπαθεί ακόμα να πάρει την ανάσα που αξίζει. Ίσως ήταν ο καιρός τα μάτια μου να δουν επιτέλους αυτό το φως που κάθε βράδυ λούζει την θάλασσα. Αυτό που με τα χρόνια δεν το έβλεπα, είχα ξεχάσει αυτή την ομορφιά. Η φύση προσφέρει απλόχερα αληθινές στιγμές που δεν κοστίζουν τίποτα. Μα όταν η ψυχή αιμορραγεί, πώς μπορείς να δεις κάτι πέρα από το σκοτάδι; Έρχεται όμως αυτή η νύχτα που όλα θα μοιάζουν με μακρινό όνειρο και το φως έρχεται ξανά να δώσει ελπίδα ζωής…
Άνδρεα Αρβανιτίδου