Μετρούσα σπασμένα κομμάτια. Το σκοτάδι τύλιξε όλη μου την ύπαρξη, το φως κάπου στο βάθος αχνοφαίνεται. Είναι όμως τόσο μακριά! Είναι στιγμές που δεν μπορώ να πάρω ανάσα…
Η ζωή με έριξε στο μπουντρούμι, μόνο σκοτάδι, υγρασία για πολύ καιρό. Κάθε μέρα προσπαθούσα να σκαρφαλώσω στο φως. Αυτό το φως που ήταν μακριά, αλλά πάντα με οδηγούσε. Και όταν οι δυνάμεις άρχισαν να με εγκαταλείπουν, όταν οι αντοχές έφταναν στο τέλος και λύγισα με δάκρυα στα μάτια, τότε ήρθες εσύ από το πουθενά και μου άπλωσες το χέρι…
Δεν σε ένοιαζε που ήμουν κουρασμένη, βρώμικη και απογοητευμένη. Το άγγιγμά σου ήταν που κούμπωσε με το δικό μου. Μετά από τις τόσες καταιγίδες κούμπωσε η ψυχή μου με την δική σου. Η παιδικότητα που είχα μέσα μου, έβγαλε και την δική σου στην επιφάνεια. Το φως έγινε πιο έντονο και το χαμόγελο λαμπερό.
Η ζωή είναι απρόβλεπτη, εκεί που σε ρίχνει στα υπόγεια, ξαφνικά μόνο ένα χέρι χρειάζεσαι για να ανέβεις στο ρετιρέ. Μπορεί η θέα να είναι στα υπόγεια και η ζωή εκεί να δίνει τα καλύτερα μαθήματα, στα ρετιρέ όμως είναι η ευτυχία που αξίζεις, η ευτυχία που πάλεψες για να κατακτήσεις μόνος σου. Το χέρι που μου άπλωσες, ήταν αυτό το μικρό κίνητρο να σηκωθώ και να δω ότι αξίζω να τρέξω ακόμα κι αν μέσα μου πονάω.
Δεν μπορείς να βρεις εύκολα αυτόν που θα κουμπώσει με το μέσα σου, δεν το βρίσκουν όλοι, κάποιοι συμβιβάζονται με κάτι λιγότερο, κάποιοι τα παρατάνε και δεν παλεύουν. Όσοι όμως βρουν το άτομο που θα κουμπώσει με την καρδιά τους, δεν θα έχουν μια ολόκληρη καρδιά, θα ζουν πλέον για δύο μια ολόκληρη αιωνιότητα…
Άνδρεα Αρβανιτίδου
https://www.andreaarvanitidou.com/