Σ’ αυτόν τον κόσμο που εξαίρεση φαντάζει πια το αληθινό, σ’ αυτό τον κόσμο που έχει μάθει στα εύκολα, στα γρήγορα, στα βολικά, πόσο συχνά λες έχεις την ευκαιρία να κρατήσεις στα χέρια σου κάποιον που ξέρει ν’ αγαπάει, να δίνεται και να δίνει; Πόσο συχνά λες έχεις την ευκαιρία να αγγίξεις κάποιον που εννοεί τα “σ’ αγαπώ” και τα “είμαι δίπλα σου”;
Κι αν τύχει να είσαι ο τυχερός που εκείνον τον έναν τον βρεις… κι αν τύχει να είσαι ο τυχερός που εκείνον τον διαφορετικό τον συναντήσεις… κι αν τύχει να είσαι ο τυχερός κι εκείνος ο ξεχωριστός σε ξεχωρίσει, αντί να τον κρατήσεις σφιχτά, τον σκοτώνεις με συνοπτικές διαδικασίες, γιατί σε ξενίζει, γιατί σε τρομάζει, γιατί… γιατί;
Μαθημένος ίσως στα εύκολα, στα γρήγορα, στα βολικά, πόσο τρομαγμένος μπορεί να νιώσεις αν τύχει κι αγαπηθείς αληθινά, βαθιά, ουσιαστικά; Πόσο τρομαγμένος για να σηκώσεις το μαχαίρι και να το καρφώσεις στην πλάτη εκείνου που δεν κράτησε πισινές και κοιμήθηκε ανυποψίαστος πάνω στο στήθος σου; Σ’ αυτόν τον κόσμο που φοβάται να νιώσει, να αισθανθεί, να δώσει, να δοθεί… πόσο το συνήθισες το τέρας μάτια μου; Πόσο βαθιά μέσα σου πότισε το μαύρο, που αφόρισες τα χρώματα; Πόσο οικεία έγινε για σένα η σιωπή, που μίσησες τις μελωδίες;
Αναμμένα κεριά και απαλή μουσική, θυμάσαι; Αγκαλιές ζεστές και φιλιά στο λαιμό, θυμάσαι; Αληθινά χαμόγελα και σφιχτά δεμένα χέρια, θυμάσαι; Μα πώς το μπόρεσες αλήθεια και γιατί; Λάθος ψυχή σκότωσες ψυχή μου…
Κική Γιοβανοπούλου