Σε ένα κρύο δωμάτιο νοσοκομείου με βρήκε φέτος η παραμονή Πρωτοχρονιάς… Όλα άσπρα, βουβά, χωρίς χρώμα, χωρίς άρωμα Χριστουγέννων. Ένα δέντρο στολισμένο στον διάδρομο θύμιζε ότι είναι γιορτή χαράς και αγάπης. Μα πώς να χαρείς όταν δεν ξέρεις αν ο άνθρωπος σου θα ζήσει; Όχι δεν ήταν μελαγχολικά, ούτε μίζερα. Κάθε στιγμή μαζί του ήταν και μια γιορτή. Λίγο πριν τις δώδεκα, παντού σιωπή και σκοτάδι. Προσπαθώ να βολευτώ σε μια μεταλλική καρέκλα, τα μάτια μου δεν κλείνουν. Όλοι γύρω μου κοιμούνται. Μα εγώ πρώτη φορά σε ένα νοσοκομείο, κοιτάζω από το παράθυρο στο βάθος και ψάχνω αυτό το γιορτινό πνεύμα. Θέλω ένα φωτάκι, μια λάμψη. Εκεί κάπου πίσω από τα βουνά, φωτάκια χρωματιστά αναβοσβήνουν, τα κοιτάζω, ίσως η μόνη στιγμή που μελαγχολώ. Ακούω γέλια και τότε σκέφτομαι, εδώ μυρίζει θάνατος και μάχη και λίγο πιο εκεί χαρές και γέλια. Περίεργη η ζωή. Προσπαθώ να σβήσω κάθε κακή σκέψη. Σε κοιτάζω στο πρόσωπο, έτσι γλυκά που κοιμάσαι και νιώθω τυχερή που μπορώ να περάσω έστω μια Πρωτοχρονιά μαζί σου.
Το ρολόι χτυπάει δώδεκα, κάπου μακριά πυροτεχνήματα και εδώ σιωπή, ούτε οι νοσοκόμες δεν έρχονται να ευχηθούν. Όχι, δεν θα το αφήσω έτσι, τον ξυπνάω με ένα φιλί. Το πρώτο της χρονιάς και βγάζω από την τσάντα μου την μικρή βασιλόπιτα. Κάνεις δεν θα με εμποδίσει να τηρήσω τα έθιμα και να έχω την ελπίδα μέσα μου. Πρώτη φορά που η βασιλόπιτα δεν έχει φλουρί, κάτι μέσα μου, μου λέει ότι κάτι δεν θα πάει καλά. Το χάδι σου με κάνει να τα ξεχάσω όλα. Μου ζητάς να έρθω να ξαπλώσω δίπλα σου. Από τις καλύτερες πιο ουσιαστικές Πρωτοχρονιές, το να μου κρατάς το χέρι σε αυτό το παγωμένο δωμάτιο, ήταν η ζεστασιά που έκανε την ψυχή μου να νιώσει πλήρης…
Άνδρεα Αρβανιτίδου
https://www.andreaarvanitidou.com/