Ο καφές ζεστός να με περιμένει στο τραπέζι, πλάι σ’ ένα λευκό τριαντάφυλλο. Το κρύο έξω αφόρητο και στο τζάκι να καίγονται τα ξύλα. Το χιόνι καλά κρατεί έξω… Πάλι αυτή η διάθεση, πάλι αυτό το μούδιασμα στο σώμα. Η φωνή σου ηχεί στα αυτιά μου σαν μελωδία. Ξύπνησα… Δεν υπήρχε πουθενά καφές. Ούτε το τζάκι ήταν αναμμένο. Ένα κρύο δωμάτιο, με μοναδική παρηγοριά τις αναμνήσεις. Αυτές που μαζί δημιουργήσαμε. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που άκουσα την φωνή σου… Άραγε ήταν το ίδιο βραχνιασμένη; Άραγε είχε την ίδια χροιά; Που να ‘σαι τώρα; Σου λείπω καθόλου; Σου λείπουν τα βράδια που περνούσαμε μαζί τους χειμώνες δίπλα στο τζάκι; Τα βράδια γεμάτα ηδονή; Αυτά σου λείπουν; Τα πρωινά στον καφέ και τα μπάνια που κάναμε μαζί; Ο έρωτας που σου είχα, σου λείπει; Με σκέφτεσαι καθόλου; Μόνη μου κάθομαι στο άδειο δωμάτιο, που τώρα πια δεν ζει κανείς εκεί. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια μου. Πήρα το κινητό μου και σχημάτισα τον αριθμό σου. Όμως δεν σε κάλεσα. Ξέχασα ότι… ούτε μιλάμε τώρα πια.


Χρυσάνθη Σ.


Advertisements

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.