Και ζωγράφισα εκείνο το σιωπηρό μου “σ’ αγαπώ” που δεν πίστεψες ποτέ, στην άμμο, όταν περάσεις να το πατήσεις και να το σβήσεις ελεύθερα. Εξάλλου, δεν υπάρχουν άλλα λόγια να μου πεις, τα έχω βάλει για πλύσιμο. Γιατί οι λέξεις έχουν μεγάλη βαρύτητα, είτε θα σε κάνουν να πετάξεις, είτε να προσγειωθείς ανώμαλα. Κακά τα ψέματα, “η γλώσσα κόκαλα δεν έχει, αλλά κόκαλα τσακίζει”. Και δυστυχώς, εκεί που είπα ότι θα σε εμπιστευτώ, η απογοήτευση μου χτύπησε ξανά την πόρτα. Πιο σκληρά από ποτέ. Και όταν αργότερα σε είδα με καθαρό, γυμνό μάτι, ντράπηκα για λογαριασμό σου. Μα έλα που τόσο εύκολα ξεχνάμε εμείς οι άνθρωποι… Μένουμε στα λόγια και όχι στις πράξεις. Ποτέ δεν με πίστεψες ή δεν ήθελες να με πιστέψεις, πάρ’ το όπως θες. Μα εκείνο που με στενοχωρεί περισσότερο, δεν ήταν ότι με άφησες να επωμιστώ όλη την ευθύνη του νεκρού μας έρωτα, αλλά το ότι δεν μπήκες καν στη διαδικασία να δεις αν έχεις και εσύ κάπου, έστω μια μικρή ευθύνη γι’ αυτή μας την κατάντια. Όμως ψυχή μου, οι πραγματικοί έρωτες δεν φαίνονται μόνο στις δύσκολες δοκιμασίες, αλλά και στις πιο ηλίθιες. Και έτσι φτάσαμε στο τέλμα και δεν μου χρωστάς και δεν σου χρωστάω. Τελικά οι άνθρωποι απογοητεύονται από σένα, συνήθως όταν δεν υπηρετείς τις προσδοκίες τους και δεν μπαίνεις στα καλούπια τους.
Μαρία Τσιντίδου