Πέρασαν τρία χρόνια από εκείνο το βράδυ. Τρεις χειμώνες ξεχειμώνιασα χωρίς εσένα. Και έρχεται κι άλλος ένας. Θυμάσαι; “Νινάκι, να προσέχεις.” “Κι εσύ να προσέχεις. Καληνύχτα.” Πόσα χρόνια πέρασαν από το πρώτο σου φευγιό; Δεν θυμάμαι. “Νινάκι, ήρθε η ώρα. Θα σε πάρω μόλις φτάσω. Να προσέχεις και ρίχνε και καμιά ματιά στη μάνα μου.” “Κι εσύ να προσέχεις. Καλό ταξίδι.” Κι από τότε κάθε χρόνο ίδια μέρα ερχόσουν κι έφευγες και ήταν πάντα σαν ένα κομμάτι σου να μένει πίσω, ένα κομμάτι σου έμενε να με προσέχει, όταν εγώ δεν με πρόσεχα. Κάθε καλοκαίρι, 15 Ιουνίου “Ήρθα, Νίνα. Κανόνισε μάζωξη.”. Μαζευόμασταν στο Λαγονήσι, η αιώνια αγία τετράς.
Πιτσιρίκια ήμασταν όταν βρεθήκαμε στο ίδιο σχολείο, μαζί περάσαμε διά πυρός και σιδήρου, τα καλύτερά μας χρόνια, τα πιο ωραία καλοκαίρια. Μέχρι που έφυγες για πρώτη φορά στην Αμερική και μαζί σου πήρες όλα τα κομμάτια μου. Και από τότε όλος ο κοινός μας βίος ήταν τρεις μέρες κάθε καλοκαίρι. Τρεις μέρες εγώ κι εσύ να χωρέσουμε όσα έγιναν σε ένα χρόνο. “Μίλα, ρε Νινάκι. Τι σε τρώει, βρε μάνα μου;” Κι έλεγα, έλεγα, έλεγα, άδειαζε η ψυχή μου πάνω σου. Θυμάσαι εκείνο το καλοκαίρι στη Μονεμβασιά με τον Λουκά και την Θεανώ; Έβγαλες από την τσέπη σου δυο ασημένιες ταυτότητες με τα ονόματά μας και μου έδωσες τη μία. “Έτσι δεν θα έχεις δικαιολογία όταν ξεχνάς να πάρεις ένα τηλέφωνο. Όποτε θες να μιλήσεις να σου θυμίζει ότι εγώ είμαι εδώ.”
Μόνο που δεν είσαι πια. Μόνο που εκείνο το τελευταίο “Νινάκι, να προσέχεις.” ήταν πραγματική προτροπή. Και τώρα πια εγώ μένω να με προσέχω και τίποτα δεν είναι εύκολο. Τίποτα δεν είναι ίδιο χωρίς τη φωνή σου στην άλλη μεριά της γραμμής. Δεν θα έρθεις ποτέ ξανά χωρίς προειδοποίηση όπως τότε που σου είπα “Είμαι καλά, μη δίνεις σημασία.”. Δεν θα έρθεις ποτέ ξανά το ξημέρωμα 16 Ιουνίου στα βράχια στα λιμανάκια φωνάζοντας “Ρε Νίνα, γαμώ την τρέλα σου με τις ερημιές πρωινιάτικα”.
Δεν ξέρω αν υπάρχεις κάπου. Δεν ξέρω αν με βλέπεις από κάπου. Προσπαθώ να με προσέχω και δεν ξαναπήγα στις ερημιές μόνη μου. Είμαι καλά, μη δίνεις σημασία. Τα νέα μου ήθελα να σου πω. Ψέματα. Ήθελα να σου πω πως ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος πια. Ήθελα να σου πω πως κάθε μέρα, κάθε βράδυ κοιτάζω το τηλέφωνο και περιμένω να χτυπήσει. Δεν θα χτυπήσει. Πόσα θα είχα πει αν μπορούσα να προβλέψω πως εκείνο το βράδυ η καληνύχτα θα ήταν για πάντα. Ξαφνικά σκοτείνιασε ο κόσμος.
Μη μου θυμώνεις. Έχεις δίκιο. Το φως της ύπαρξής σου φωτίζει τις ψυχές αυτών που σε αγαπάνε. Ναι, μάτια μου, έτσι είναι. Το χάδι σου στα μαλλιά μου είναι εδώ. Η απέραντη αγκαλιά σου είναι εδώ. Στη μνήμη μπορώ να χάνομαι και να βρίσκω απάγκιο. Στο άσπρο σου πουκάμισο που ξέμεινε στο αυτοκίνητό μου μετά το γάμο της Θεώνης. Ακόμα να φύγει ο λεκές από το κρασί. Στο “‘Οσα παίρνει ο άνεμος” που μου έστειλες τα πρώτα σου Χριστούγεννα στην Αμερική. Στα γράμματα, στα μέηλ. Στην ασπρόμαυρη κούπα μου που δεν τη χώνευες κι όλο έλεγες πως θα τη σπάσεις “Πάρε μια καινούργια!”. Στον μέτριο καφέ μου το πρωί. Στο στεγνό κοτόπουλο που το έψηνες σαν να ήταν το πιο σκληρό κρέας “καλό είναι το κουφάρι; Πως το τρως έτσι, ρε Νίνα.”. Σε τόσα και τόσα κι άλλα τόσα είσαι εδώ και σε ακόμα πιο πολλά λείπεις.
Λείπεις όταν οι παρέες δεν είναι εσύ. Λείπεις όταν οι σύντροφοι δεν είναι εσύ. Λείπεις όταν μιλάω στην Κλαιρ και δεν μπορώ πια να σε ακούσω. Λείπεις όταν οι αγκαλιές είναι ανούσιες κι εγώ πια δεν έχω πού να χαθώ. Λείπεις όταν οι χαρές είναι τεράστιες. Παντρεύτηκε ο Λουκάς και έλειπες εσύ. Θα γίνει και μπαμπάς σε δυο μήνες και θα λείπεις εσύ. Λείπεις όταν πρέπει να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με λόγια, γιατί κανείς δεν είσαι εσύ. Δεν θα συνηθίσω ποτέ χωρίς εσένα. Δεν σε συγχωρώ που με άφησες πίσω. Δεν σε συγχωρώ που έφυγες νύχτα. Δεν σε συγχωρώ που δεν βρίσκεις τρόπο να με λυτρώσεις από τον πόνο της απουσίας σου…
Για τον Αντρέα
Despina Alice Paulson