Ούτε κατάλαβα πώς μ’ έφτασε η καρδιά ξανά έξω απ’ το σπίτι σου. Ούτε κατάλαβα πώς το μπόρεσε να μ’ οδηγήσει ξανά εκεί που ορκίστηκα αμέτρητες φορές πως δεν θα πάω. Ούτε κατάλαβα πώς όρισε τα βήματά μου, να με φτάσουν μπροστά στην πόρτα σου… Χαμήλωσα το κορμί στη θέση του οδηγού, έκλεισα τη μουσική και κράτησα τα παράθυρα κλειστά. Γύρω σκοτάδι, πυκνό και μαύρο. Ίδιο κι απαράλλαχτο μ’ αυτό στο παράθυρό σου. Άναψα τσιγάρο και φύσηξα με δύναμη τον καπνό στο τζάμι και το βλέμμα μου δεν σάλευε απ’ το μπαλκόνι σου, ψάχνοντας απεγνωσμένα κι άπνοα μια κίνηση, μια μικρή έστω κίνηση να πειστεί ότι είσαι εκεί. Θαρρείς κι αν ήσουν εκεί, θ’ άλλαζε κάτι. Ένα γέλιο ξέφυγε αυθόρμητα απ’ τα χείλη μου. “Να είσαι εκεί…”. Κι αν είσαι τι; Τι θα γίνει; Τι θ’ αλλάξει; Τι σκατά κάνω πάλι έξω απ’ το σπίτι σου χαράματα;
Πάει καιρός που έφτανα εδώ, πάρκαρα κάπου τριγύρω κι ερχόμουν τρέχοντας να κρυφτώ μέσα στην αγκαλιά σου. Πάει καιρός που μου άνοιγες την πόρτα και το χαμόγελό σου φώτιζε τον κόσμο μου. Πάει καιρός που στους τοίχους του σπιτιού σου αντηχούσαν τα γέλια, οι φωνές κι οι κραυγές ηδονής μας. Πάει καιρός που χτίζαμε όνειρα πάνω στο κρεβάτι και που η κάθε ανατολή τα έλιωνε, σαν τον πάγο μπροστά στον καυτό ήλιο. Πάει καιρός που τα χρώματα που έντυνες το “μαζί” μας, αποδείχτηκαν φτηνές απομιμήσεις που διαλύονταν με τις πρώτες ψιχάλες. Πάει καιρός που οι όρκοι σου, ξεντύθηκαν και στάθηκαν γυμνοί μπροστά μου, αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μεταμφιεσμένα ψέματα. Πάει καιρός που το “σ’ αγαπώ” σου απόκτησε γεύση αλκοόλ κακής ποιότητας και το “σε σκέφτομαι” μυρωδιά φτηνού τσιγάρου. Πάει καιρός που κατάλαβα. Πάει καιρός που έφυγα. Τι ήρθα να κάνω ξανά εδώ;
Ως πότε στη μάχη της καρδιάς με το μυαλό, θα βγαίνει πάντα το μυαλό χαμένο; Ως πότε θα με παραμυθιάζω; Κι αφού ξέρω, γιατί έρχονται στιγμές που σε ψάχνω σαν εθισμένη; Τι είναι αυτό που με κάνει να πεθαίνω να αποκοιμηθώ πάλι στην αγκαλιά σου, με τη φωνή σου να μου ψιθυρίζει παραμύθια; Τι είναι αυτό που με κάνει να αποζητώ αυτό που ξέρω πως θα με προδώσει ξανά και ξανά; Κι αφού αν φανείς, πάλι θα κρυφτώ μη και με δεις… Κι αφού αν φανείς, πάλι θα φύγω πριν το βλέμμα σου με καταλάβει… Με φτύνω στον καθρέφτη από ντροπή για την κατάντια μου. Γιατί μπορεί εσύ να μην ξέρεις, μα ξέρω εγώ κι αυτό αρκεί… Πονάνε οι σκέψεις. Τι ήρθα να κάνω πάλι εδώ απόψε; Τι έρχομαι να κάνω εδώ κάθε απόψε;
Κική Γιοβανοπούλου