Ξυπνάω με τον ήχο απ’ τα ξύλα. Ο πατέρας κάθε πρωί τα έκοβε και τα έχωνε στη φωτιά, στην ξυλόσομπα με μείον πέντε βαθμούς έξω. Ήταν το έναυσμα για να ξυπνήσω. Μουδιασμένη μες στα σκεπάσματα, αναρωτιέμαι πώς θα αντικρύσω πάλι την παγωνιά και θα βαδίσουμε προς το σχολείο, που απείχε είκοσι λεπτά με τα πόδια. Παρηγοριέμαι με το ζεστό γάλα και τη φέτα αλειμμένη με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα στο οικογενειακό ξύλινο τραπέζι. Η αδελφή μου αργεί ως συνήθως και ξεκινάμε. Γύρω η φύση καλυμμένη με άσπρο πέπλο σε μια εκκωφαντική σιωπή. Ο τόπος έρημος μέχρι τον κεντρικό δρόμο, μόνο τα χνώτα μας ακούγονται που αγκομαχάμε περπατώντας στο γλιστερό μονοπάτι.

Μόλις φαίνεται ο δρόμος, αναθαρρώ. Το σχολείο είναι κοντά. Πρώτη ώρα ορθογραφία. Τα δάχτυλά μου, παρόλο που ήταν καλυμμένα με γάντια, δεν υπακούν, είναι παγωμένα. Προσπαθώ να τα ζεστάνω με την αναπνοή μου υπό το αυστηρό βλέμμα του δασκάλου “Δεσποινίς, ακόμα να πάρει μπρος η μηχανή;” με ειρωνεύεται. Οι συμμαθητές μου κρυφογελάνε. Το ίδιο κι εγώ, γιατί ξέρω ότι δεν θα βρει ούτε ένα ορθογραφικό λάθος, παρ’ όλη την κακοτεχνία των γραμμάτων μου.


Με το πέρας του χειμώνα, έρχεται η γλυκιά άνοιξη. Αυτό σηματοδοτούσε, παιχνίδι με τους φίλους και κάθε Κυριακή βόλτα με τους γονείς στην πλατεία του χωριού. Κρυφτό, κυνηγητό, τζαμί στη γειτονιά και αναμέτρηση με τ’ αγόρια. Μια λεπτή κλωστή χώριζε τη διασκέδαση από τον κίνδυνο. Ένα απόγευμα, είχαμε μαζευτεί πολλοί. Ο “νταής” της παρέας μας ενοχλούσε. Επέμενε ότι δεν θα νικήσουμε στο παιχνίδι. Έγινε επιθετικός στη φίλη μου κι άρχισε να κλαίει. Θύμωσα τόσο πολύ! Για πρώτη φορά μπήκα μπροστά και του φώναξα ότι δεν υποχωρούμε.

Ο μικρός διάολος με απείλησε. “Φύγε, γιατί αλλιώς θα σε χτυπήσω! Δεν με φοβάσαι;”. Πλησίασα ακόμα πιο κοντά στα μούτρα του και του απάντησα “Δεν σε φοβάμαι!”. Είχε έτοιμη την πέτρα στα χέρια του και την εκσφενδόνισε με δύναμη ανάμεσα στα μάτια. Αναλύθηκα σε δάκρυα κι όλος ο κόσμος σκοτείνιασε. Πετάχτηκαν έξω οι γονείς μου κι οι δικοί του φυσικά, ενώ οι θεατές μαρτυρούσαν τα γεγονότα. Ενώ σπάραζα απ’ τον πόνο, βλέπω τον πατέρα του να τον χτυπά και να τον βάζει τιμωρία στο σπίτι. Εννοείται ότι από τότε όταν μ’ έβλεπε, έστριβε στη γωνία βιαστικά. Ένιωσα τόσο περήφανη που τον αψήφησα κι έτσι πορεύτηκα στη ζωή μου. Με περηφάνια και δύναμη σε κάθε τι που ένιωθα ότι ήταν άδικο. Στάσου στο ύψος σου μικρή μου!


Στέλλα Σωτήρκου

Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.