Ξέρεις τι πεθύμησα πολύ; Από εκείνους τους καφέδες που πίναμε μαζί στην ομίχλη. Τότε ήταν η ώρα που μου άρεσε περισσότερο, γιατί παρατηρούσα επάνω σου κάθε λεπτομέρεια που εσύ απέφευγες να μου πεις. Σε κοιτούσα και ο χρόνος πάγωνε. Σαν να μην υπήρχε τίποτε άλλο. Εκείνη η ώρα ήταν δική μου. Μισούσες την βροχή, δεν την ήθελες, έλεγες ότι σε πάει πίσω. Για μένα η βροχή ήταν ένα δώρο, ένα ευχάριστο διάλειμμα για να σε έχω δικό μου. Ήσουν όμως;
Ήσουν αλήθεια ποτέ δικός μου; Υπήρξε μια στιγμή που να νιώσεις έτσι κι εσύ για μένα; Δεν νομίζω. Δεν άνοιγες τα χαρτιά σου. Πάντα με απέφευγες. Δεν με αντιμετώπιζες, ήξερες μόνο να μου φέρεσαι σκληρά. Άραγε έτσι σκληρά φερόσουν και στην άλλη; Της φερόσουν το ίδιο ή σε μένα ξέσπαγες όλα σου τα απωθημένα; Πλήρωσα πολλά βράδια κλαίγοντας και ξεπλένοντας την αδικία σου. Θέλεις να μάθεις και μια αλήθεια; Αγάπησα ό,τι εσύ μισούσες…
Χρυσάνθη Σ.