[Γράφει η Ελένη Ρέγγα]
Ήταν «παλιά» ψυχή σε αυτόν τον κόσμο. Είχε έρθει να λυτρώσει και να λυτρωθεί! Η τρίτη και τελευταία ζωή της, θα έπρεπε ν’ αλλάξει την κατάστασή της πρωτίστως και μετά όσων περισσότερων την πλησίαζαν. Ακολουθούσε πλέον μια εσωτερική φωνή που την εμπιστευόταν απόλυτα, ποτέ δεν παρέκκλινε από αυτήν, από τον αυτοσκοπό της. «Δαρμένη και καμένη» στις δυο προηγούμενες ζωές της, ήταν ορκισμένη στο αιώνιο φως, την ζωοποιό δύναμη, τον Θεό μέσα της. Kανένα λάθος αυτή την φορά! Κανένα ανθρώπινο νόμο δεν θ’ άκουγε, ήταν σίγουρη και καθαρή στα αισθήματά της. Πυξίδα της, η αγάπη σε όλες τις μορφές, από τον εκστατικό πάθος του έρωτα, έως την αγάπη της μάνας.
Είχε επιστρέψει στην ζωή, σαν πλύστρα, μια κοντοχόντρη δυνατή γυναίκα, με όμορφο πρόσωπο και διεισδυτική ματιά. Ο μεγάλος νους, την είχε προικίσει με ουράνιες εικόνες και συμπαντικά συμπλέγματα, γεμάτα άστρα και θαύματα. Αδύνατο να εξηγήσει τι είχε δει η ψυχή της! Η φήμη της, σε συνδυασμό με την απόκοσμη καταγωγή από την Σμύρνη – έτσι είχε διαδώσει- της έδιναν κίνητρο να χρησιμοποιήσει απειροελάχιστα και μέχρι το θεμιτό όριο που ένιωθε, τις συμβουλές, να ωφελήσει, να ξεμπλέξει, να καθαρίσει τα ανθρώπινα μυαλά από έννοιες και να γεμίσει τις καρδιές με αγάπη. Ο μοναδικός τρόπος να προσελκύσει ανθρώπους που θα μπορούσαν να κάνουν την διαφορά ήταν να «μαρτυρήσει» στα σπίτια που πήγαινε πλύστρα, πως ξέρει να «διαβάζει» την κούπα. Αμέσως μετά, επέστρεφε στο χαμόσπιτο που ζούσε τον τελευταίο καιρό και τακτοποιούσε το δωματιάκι της, έκανε πάστρα παντού. Λαμποκοπούσε ολάκερο! Άνοιγε το παράθυρο να μπει το φως και εκεί στον ήλιο, μακριά από τ’ αδιάκριτα βλέμματα και τα σκοτάδια, γύρναγε τα κουπάκια των «μεγαλοκυριών». Οι ζηλιάρες της γειτονιάς την αποκαλούσαν υποτιμητικά «παστρικιά», αλλά μόνο εκείνη ήξερε να πλένει τα λευκά, να τα αστράφτει με στάχτη! Δεν είχε θέμα να αποκαλύψει τα «μυστικά», ακόμα και αυτό της λευκής μπουγάδας, ήθελε όμως να διαβούν την πόρτα της και εκείνη θα τους φίλευε παξιμάδια και τυρί, θα τους έψηνε καφέ και θα μοίραζε συμβουλές και γνώσεις χωρίς κανένα αντίτιμο! Και αλήθεια ήταν πως οι συμβουλές της ήταν σοφές. Αρκεί να μπορούσε να συναντήσει τα κατάλληλα πρόσωπα και η γη θα γινόταν καλύτερη!
Εκείνο το απόγευμα πέρασε το κατώφλι της η κερά Παπαφράγκου. Μόλις την είδε η παστρικιά κάλυψε τα χαρακτηριστικά της, μη την αναγνωρίσει από την αγάπη της καρδιάς που ανέβλυζε η έκφρασή της! Η κόρη της είχε περάσει το κατώφλι και το φως έγινε δυνατότερο στο χωμάτινο χαμόσπιτο. Η σχέση τους, μάνα – κόρη ήταν από την προηγούμενη ζωή της και η σμυρνιά δεν πίστευε πως οι κύκλοι των ζωών τους θα συναντιόνταν ξανά! Ευτυχώς η κόρη της δεν θυμόταν ότι υπήρξε μάνα της, ούτε ότι η ίδια χάθηκε νωρίς από έναν ληστή που της έκοψε βίαια το νήμα της ζωής. Μόνο οι παλιές ψυχές έχουν αυτό το προνόμιο. Και τώρα μπροστά της, ζωντανή, όμορφη μεγαλοκυρία! Μα τι μπορεί να ήθελε σε μια καφετζού η κόρη της; Η μεγαλοκυρία που τα είχε όλα; Είχε σεκλέτι; Eίχε κρυφό μαράζι; Θα μάθαινε σε λίγο…
– Κερά πιείτε τον καϊφέ σας και σκεφτείτε το όνομα που σας ενδιαφέρει. Πήρε το φλυτζάνι και το γύρισε, σε λίγη ώρα το κατακάθι είχε δημιουργήσει λογής σχέδια μέσα του. Φυσικά το μέλλον δεν ήξερε να το πει, αλλά η αύρα της απλώθηκε μεγάλη αγκαλιά πάνω από την κόρη της, που έσκυψε και νοητά την αγκάλιασε. Εκείνη, η αλαβάστρινη το ένιωσε και της χαμογέλασε αμυδρά. Η μάνα την κοίταξε στα μάτια και της είπε με την μεγάλη αγάπη της καρδιά της.
– Είχα μια κόρη στην ηλικία σου κερά Παπαφράγκου, να με συμπαθάς που σε κοιτάω. Άστα τα δικά μου όμως, ας πούμε τα δικά σου… Στα δάχτυλά της με μοναδική μαεστρία γύρναγε το φλυτζάνι κρατώντας το από το πλαϊνό, ήταν ταραγμένη η μικρή. Μήπως είχε καταλάβει με ποια μιλούσε, ήταν ο χώρος ή ένα πρόσωπο που την αναστάτωνε; Ξεκίνησε να μιλάει για όλα και αναλόγως με τις αντιδράσεις θα συνέχιζε.
– Έχεις μεγάλο σβεντά κόρη μου, μελαχρινός, ψηλός, παληκάρι… είπε στα σίγουρα περιγράφοντας τον πιο συνηθισμένο μεσογειακό τύπο άντρα. Φωτιά το κορμιά σας, αλλά δεν μπορείς να τον έχεις, είναι αλλού δοσμένος. Το έριξε να δει αντιδράσεις. Και η κόρη της δάκρυσε! Είχε πέσει μέσα λοιπόν. Τώρα μπορούσε ν ’αλλάξει το σκηνικό. Τι βλέπω όμως; Δοξασμένη η φύση σου, γιατί εσύ θα κτίσεις ένα μεγάλο κτίριο να βρίσκουν ανακούφιση οι τραυματίες του πολέμου. Να, σε βλέπω! Εδώ είσαι! Μα τι κτίριο είναι αυτό; Δεν είναι το σπίτι σου, σαν νοσοκομείο μοιάζει…
– Μα… εγώ θα το κάνω αυτό; σιγοψυθύρισε η μικρή Παπαφράγκου. Πώς;
– Σε βοηθάει κάποιος, μεγαλύτερος από εσένα, με ψηλό καπέλο, ένας κύριος… ο άντρας σου! ήταν σίγουρη η παστρικιά πως αν της έδινε έναν σκοπό, θα ξέμπλεκε το μυαλό της από ανούσια φλερτ και πικρούς έρωτες. Θεωρούσε πως όλοι έχουν έναν ανώτερο σκοπό και αν μην τι άλλο, στην μέση του πολέμου, τι καλύτερο από ένα νοσοκομείο; Άλλωστε γνώριζε πως ο άντρας της μπορούσε να χρηματοδοτήσει ένα τόσο μεγάλο έργο. Όλοι γνώριζαν τον βουλευτή Παπαφράγκο.
Από το κατώφλι της παστρικιάς πέρασαν πολλοί, μεγαλοκυρίες, υπουργοί, βουλευτές, αλλά και απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Για όλους είχε η παστρικιά, η σμυρνιά, σε όλους έδινε και από ένα σκοπό. Κάποιοι τα κατάφεραν, άλλοι όχι. Κάποιοι προσπάθησαν, άλλοι αμφισβήτησαν ή χλεύασαν. Και όταν ήρθε η ώρα η μεγάλη, εκείνη χαμογέλασε και καμάρωσε την γενιά των ανθρώπων που ψήλωσε μια σπιθαμή και με την δική της την βοήθεια! Έκλεισε τα μάτια και έφυγε και εκείνη για τον δικό της σκοπό. Ολοκληρώθηκε και ενώθηκε με την ουσία που φτιάχνει τις ψυχές, την αιώνια, την αγέραστη, τον δικό της Θεό…