[Γράφει η Στέλλα Σωτήρκου]


Πίνουμε το καφεδάκι μας και τη μια γελάμε και την άλλη μοιραζόμαστε τις πιο βαθιές σκέψεις μας. Σε κοιτάζω και σε βλέπω καθαρά. Δεν ξεχνώ. Τότε που όλα τα θεριά έπεσαν καταπάνω μου και πιο πολύ οι τύψεις οι δικές μου, εσύ στάθηκες εκεί, άπλωσες το χέρι και με παρηγόρησες, έκλαψα στον ώμο σου και σ’ ένιωσα σαν τη μάνα που δεν είχα. “Σώπασε, όλα καλά θα πάνε. Ξέχνα τους όλους! Εσύ να ‘σαι καλά και τα παιδιά σου κορίτσι μου…” με παρηγορούσες.


Ήρθε η ώρα η κακιά κι έφυγες για το μακρινό ταξίδι χωρίς γυρισμό. Έτσι ξαφνικά με άφησες και πήγες να συναντήσεις τους αγαπημένους σου εκεί πάνω. Πόσο μου λείπεις να ‘ξερες! Δεν ξεχνώ! Τίποτα! Τώρα που άλλαξαν οι ρόλοι κι εγώ είμαι η δυνατή που βλέπω εκείνους που λιθοβολούσαν από ψηλά, συνεχίζω με τη σκέψη σου να με καθοδηγεί…

Advertisements

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.