Ταξίδεψέ με… Σπαρταρούσα σ’ αυτή την σκέψη, με το που τον πρωταντίκρυσα. Εκείνα τα μάτια, γαλανός ουρανός, καταγάλανη θάλασσα, μα ποιος να μου το ‘λεγε, πως αντί να με ταξιδέψουν, θα μ’ έπνιγαν ολοένα και περισσότερο; Όποιος μπορούσε να το πει θα ‘ταν εχθρός μου τότε, γιατί τώρα πια ξεκαθάρισε το τοπίο κι εκείνα τα μάτια απλά έμειναν να κοιτάν το κακό που προκάλεσαν και αμφιβάλλω κι αν το κατάλαβαν.
Πώς τα φέρνει η ζωή και καλούμαι να μιλήσω για κείνα τα μάτια που τα ένιωσα ολόδικά μου κι εκεί μέσα χανόμουν με τις ώρες αντικρύζοντάς τα! Αυτό που δεν θα συγχωρέσω ποτέ σ’ αυτά τα δυο μάτια, είναι πως κοιτάζοντας απευθείας στα δικά μου, έδιναν υποσχέσεις ζωής, υποσχέσεις καρδιάς, αφιερώνοντας το ένα τραγούδι μετά το άλλο. Εκείνα τα μάτια που ήθελα να τα κοιτώ ασταμάτητα και με πυξίδα την αγάπη μας και χορηγό τις αλήθειες μας. Έτσι μ’ έκανε να πιστέψω! Στέφθηκα καπετάνισσα της νέας αρχής μας όπως έλεγε, της μετέπειτα κοινής ζωής μας. Χωρίς ντροπή και τσίπα κοιτούσαν τα δικά μου κι έταζαν… έταζαν κάτι που με ξένισε και μου ξίνισε κάποια στιγμή. Δυο μάτια που με κάνανε κομμάτια, τάζοντάς μου λόγια και παλάτια. Αλλά τα δικά μου μάτια, μαθημένα να κοιτούν χαμηλά και ψηλά μόνο για να ικετέψουν τον Δημιουργό μας και να αναπολήσουν μνήμες και ικεσίες στους γονείς μου που έχασα μαζί, σε σύντομο χρονικό διάστημα. Εκείνα τα ταξίδια του νου που σμίλευαν τις γωνίες των αποτελεσμάτων τους.
Ταξίδεψέ με του ‘λεγα και με μιας γέμιζε τις σκέψεις μας με ούριο άνεμο και τις ψυχές μας με εικόνες θελημένης επίκλησης προς το απραγματοποίητο. Μα το όνειρο τελείωσε, το τελείωσα όχι άδοξα, αλλά με τιμή και δόξα απέναντι σ’ ό,τι ένιωσα κι ό,τι θέλησα να διεκδικήσω από πλευρά μου. Η άλλη πλευρά, μέσα στο βούρκο των ψεμάτων της, ας καθαγιαστεί. Γιατί δεν αρκεί να λες πως είσαι άντρας, αλλά και να τ’ αποδεικνύουν κι οι πράξεις σου. Αλλά γεμίσαμε “κουταλιανούς” αισχρούς με χυδαία ψυχή και όχι μόνο! Μάτια πλάνα με ματιά πλανόδιου εραστή κι επαίτη κάλυψης του φόβου της μοναξιάς του…
Άννα Ζανιδάκη