[Γράφει η Μαρία Τσιντίδου]
Πλέον θα κοιτάω τα φεγγάρια και δεν θα αναρωτιέμαι με ποιον τα βλέπεις, θα ξέρω. Κάθισα και έκλαψα σαν μωρό παιδί στην όχθη της θάλασσας. Κι αυτή πήρε μαζί της όλη την αλμύρα των δακρύων μου. Κοίταγα τα δάκρυα μου ένα – ένα να εξαφανίζονται στην νοσταλγία της. Σάμπως ήθελε να μου μιλήσει ένιωσα. Προσπαθούσα να την αφουγκραστώ, αλλά τίποτα. Χιλιάδες δάκρυα για σένα που μέτρησα λάθος. Ακόμα και η θάλασσα διερωτάται πώς εγώ έπεσα σε τέτοια παγίδα. Και όμως έπεσα. Έπεσα γιατί σε ερωτεύτηκα, σ’ αγάπησα και κανέναν δεν άκουγα. Όσες χαριστικές βολές και να μου έδινες, εγώ ήθελα άλλη μία, μόνο αν ήταν από σένα…
Ονειροπόλα μια ζωή έλεγα, εγώ και εσύ μαζί, δεν μπορούμε να ζήσουμε σε άλλες αγκαλιές. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Μα μια μέρα μαύρη, μου είπες πως τα έχεις καταφέρει, βρήκες αγκαλιά να αγκυροβολήσεις, βρήκες άνθρωπο να κατασταλάξεις… Το πόσο πόνο ένιωσα, αλλά και πόσο ηλίθια ένιωσα δεν φαντάζεσαι! Δεν περιμένουν πολλοί, πάνε και κρύβονται σε νέες αγκαλιές. Έτσι είναι. Και τελικά αυτό που με πόνεσε δεν ήταν τόσο, ότι βρήκες κάτι άλλο, αλλά το γεγονός ότι έπρεπε να σε σκοτώσω μέσα μου. Τότε εκεί μάτωσα. Πλέον θα κοιτάω τα φεγγάρια και δεν θα αναρωτιέμαι με ποιον τα βλέπεις, θα ξέρω. Και αυτό θα είναι, σαν μια μικρή αμυδρή ανακούφιση…