[Γράφει η Κική Γιοβανοπούλου]
Είναι κι αυτή η σκέψη… Είναι κι αυτή η σκέψη που σαν μαχαίρι στρίβει βαθιά στην καρδιά και την πλημμυρίζει στο αίμα, αυτή η σκέψη που κόβει αναπνοές, λυγίζει γόνατα, μαστιγώνει ψυχές… “Σε ποιους ουρανούς να ταξιδεύεις κι απόψε;”, ψιθυρίζεις με παράπονο βαφτισμένο σε δάκρυα κι απάντηση καμιά. Αναπάντητα τα θλιμμένα “γιατί” και μια αβάσταχτη σιωπή να τα βασανίζει. Πόσο σκοτεινιάζει μια απουσία τα μάτια…
Με όσο αγάπησες, με όσα έδωσες, η αγκαλιά σου θα έπρεπε να ‘ναι το μόνο λιμάνι, ο μόνος προορισμός λες, μα πώς ψάχνεις “πρέπει” να βρεις στον έρωτα; Όσα κι αν χάρισες, όσο κι αν πάλεψες, όσο κι αν θα έδινες τη μισή σου ζωή, αυτή η ευτυχία που ποθείς, γλιστρά μέσα απ’ τα χέρια σου και χάνεται πριν προλάβεις να την νιώσεις στην παλάμη σου… άπιαστο όνειρο που γίνεται εφιάλτης που δεν σταματά να σε βασανίζει. Κι όσο κι αν απορείς πώς γίνεται να μην βαραίνει στη ζυγαριά η ζωή σου που χαρίζεις για εκείνη την αγάπη, έρχεται η αλήθεια να σου ουρλιάξει κατάμουτρα πως τα όλα σου δεν είναι αρκετά για εκείνον που δεν μπορεί να σ’ αγαπήσει. Όσα ακόμη κι αν αφήσεις στη ζυγαριά, πάντα χαμένος θα βγαίνεις μάτια μου…
Γιατί δεν είναι επαίτης η αγάπη… δεν απαιτείται, δεν εξαγοράζεται, δεν εκβιάζεται. Όσο κι αν εύχεσαι, όσο κι αν δακρύζεις, όσο κι αν “αυτοκτονείς” με σκέψεις, δεν μπορείς να την κρατήσεις στην αγκαλιά σου αν δεν αποφασίσει η ίδια να κατοικήσει εκεί. Μόνη της διαλέγει πού θα φωλιάσει. Γιατί, ελαφριά σαν πούπουλο οδηγείται από θεϊκή θαρρείς πνοή κι έρχεται κι ακουμπάει τρυφερά πάνω στα 21 γραμμάρια που μας ορίζουν και λέγονται… ψυχή. Αν το θελήσει. Εκείνη. Όχι εσύ…