[Γράφει η Έφη Χαλκέα]
Το φως του δειλινού ήταν μαγικό, τότε τον είδε να κάθεται στην άκρη της πισίνας γυμνό με τα πόδια του να κρέμονται μέσα στο νερό. Τα μαλλιά του μακριά και γκρίζα, περιποιημένο γκρίζο μούσι, ολόγυμνο και μαυρισμένο. Τον πλησίασε αθόρυβα βουτώντας στο νερό. Της άρεσε, πήγε κοντά του, κοιτάχτηκαν στα μάτια ενώ το κεφάλι της ήταν ανάμεσα στα ανοιχτά του πόδια. Τα μάτια γεμάτα φλόγα και πάθος, ένα πάθος που φάνηκε και στους δυο τους. Τον ρώτησε το όνομά του κι εκείνος απάντησε Μισέλ.
Χωρίς να πουν τίποτα άλλο, άνοιξε την παλάμη της και χάιδεψε τα μακριά του μαλλιά. Αυτός έγειρε μπροστά της. Η ηδονή εκείνης της στιγμής τον έκανε να ανοίξει λίγο το στόμα του. Δεν άντεξε και τον φίλησε με πάθος για μερικά δευτερόλεπτα. Το σώμα της βγήκε το μισό από το νερό, τον έπιασε από τη μέση και τον τράβηξε προς αυτήν. Κάτι άρχισε να ψιθυρίζει και του είπε “μην μιλάς”, ένιωθε πως την ήθελε κι αυτός. Άρχισε να κοιτάει γύρω του δεν υπήρχε κανείς, όμως ένιωθε κρυφά βλέμματα να τους κοιτάζουν. Του άνοιξε τα πόδια και τον χάιδεψε.
Έπεσε στο νερό και βούλιαξαν και οι δύο, φιλιόντουσαν και τότε κατευθείαν έβαλε το χέρι του και την άγγιξε. Βγήκαν να πάρουν ανάσα, το χέρι του εξακολουθούσε να αγγίζει το σώμα της. Οι καρδιακοί παλμοί της χτύπαγαν δυνατά, την φίλησε με γλώσσα και της είπε “Φτάνει τόσο, ηρέμησε!”. “Τι λες; Τώρα να ηρεμήσω; Όχι, θέλω να φθάσω στο αποκορύφωμα!” είπε αυτή. Βγήκαν στην άκρη της πισίνας, η ανάσα της άρχισε να ηρεμεί ξαπλωμένη δίπλα του, της κρατούσε το χέρι. Γύρισε και του είπε “Θέλω να σε ξαναδώ”. “Θα έρθω εγώ σε σένα” της απάντησε. Σηκώθηκε και έφυγε αθόρυβα, τον είδε να χάνεται.
Ξύπνησε και ένιωθε ακόμα τους κραδασμούς της ηδονής στο σώμα της. Προσπάθησε να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει. Σηκώθηκε, πήγε στην κουζίνα για ένα τσιγάρο, κοίταξε το ρολόι στον τοίχο… 2:30 τα ξημερώματα και τότε κατάλαβε ότι ήταν όνειρο!