Άνοιξα το πακέτο και πήρα το τελευταίο τσιγάρο. Έγειρα το κεφάλι προς τα πίσω, έκλεισα τα μάτια και φύσηξα τον καπνό με όλο μου το είναι, φυσώντας εκτός όλο τον πόνο της καρδιάς. Εκεί στην σιγή της νύχτας και του μπαλκονιού, παρέα με ακόμα ένα νέο φεγγάρι και μια κούπα καφέ, κάπνιζα και σκεφτόμουν. Σκεφτόμουν ότι δεν αξίζω τέτοια συμπεριφορά, δεν αξίζω το άδειασμά σου! Και εσύ θρασύς να ξεπροβάλεις μπροστά μου, χαμογελαστός και όμορφος και να με τσακίζεις. Κάθε νύχτα, κάθε λεπτό, τα βλέπω όλα ζωντανά, μπροστά στα μάτια μου, εικόνες, χαμόγελα, χάδια, φιλιά… Τα πάντα! Διάολε τι θες, τι ζητάς από εμένα; Δεν στα έδωσα όλα, δεν ήμουν πλάι σου όταν χρειάστηκες έναν ώμο να ακουμπήσεις; Ένα αυτί να σε ακούσει και ένα χάδι να σε παρηγορήσει; Πόσο ακόμα πρέπει να ματώσω για εσένα, να εξιλεωθώ; Με ποιο δικαίωμα με βασανίζεις και με κάνεις να κλαίω και να καπνίζω το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, λες και ο καπνός θα μου δώσει απαντήσεις και λύσεις;
Πόσο επίπονο είναι ν’ αγαπάς; Γιατί οι σχέσεις δεν είναι εύκολες, να μπορείς να είσαι με αυτόν που θες χωρίς εμπόδια, χωρίς προβλήματα και κανόνες ηθικούς; Έτσι επειδή επικοινωνείς και γουστάρεις να σου πηδούν το μυαλό! “Φτάνει μωρέ πια!” λέει η φωνή στο κεφάλι μου. “Μην χαραμίζεσαι άλλο σε σχέσεις δύσκολες, μη πραγματοποιήσιμες, μην αναλώνεσαι σε αυτιά που δεν ακούν και σώματα που δεν ανταποκρίνονται. Εσύ που δίνεις τα πολλά, δεν αξίζεις τόσα λίγα…”.
Και μετά τα «βάζω» με μένα, που σε άφησα να εισβάλεις στην ζωή μου, έτσι για να διαλύσεις ό,τι είχε μείνει όρθιο. Και όλο λέω θα σε ξεχάσω, θα ξεχαστώ στα πολλά καθημερινά της ζωής, μα δεν μπορώ! Ένα τραγούδι που σε θυμίζει, μια λέξη που ακούω, ένα ρούχο που φορώ και θυμάμαι ότι το είχα φορέσει όταν ερχόμουν να σε βρω… Είσαι παντού, στο πακέτο μου, στους δρόμους, στην σκέψη μου, στις εξηγήσεις που δεν πήρα, στις ερωτήσεις που δεν έκανα… Δεν ξέρω τι ήθελες, δεν ξέρω αν το βρήκες και αν θα βρεις το δρόμο σου προς την ευτυχία, μα αντέχω ακόμη να σου εύχομαι τα καλύτερα…
Ελένη Ρέγγα