[Γράφει η Έφη Χαλκέα]
Ακούω ακόμα και την φωνή της σιωπής σου… Μίας σιωπής που δεν την επέλεξες, αλλά έτσι έπρεπε, δεν γινόταν αλλιώς. Ακούω να μου λες τα λόγια της αγάπης σου, αυτά που λες και όταν είμαστε μαζί. Μας χωρίζουν μίλια, είσαι μακριά, αλλά είμαστε μαζί και ας μην μιλάμε, ας μην μπορείς να στείλεις ένα μήνυμα. Ακούς και εσύ την φωνή της σιωπής μου. Δεν το επέλεξα, δεν το ήθελα, αλλά είναι ένα εμπάργκο που μας επέβαλαν οι συνθήκες…
Αυτό που ζούμε είναι αληθινό. Έρωτας και αγάπη δυνατή. Ο κάβος ήταν μεγάλος, φάνταζε απόρθητος, αλλά τα μπράτσα μας γερά και δυνατά. Κωπηλάτες και οι δύο στην βαρκούλα της αγάπη μας. Κωπηλατούσαμε με κόντρα τον καιρό, τα μεγάλα κύματα μας κουκούλωναν, μας έβρεχαν, χτυπούσαν απάνω μας με μανία. Έχανες το κουράγιο σου και εγώ σου έδινα δύναμη “Έλα αγάπη μου, κράτα γερά το τιμόνι!”. Και όταν έχανα εγώ το δικό μου, μου φώναζες “Μπόρα είναι, θα περάσει!”. Φτάσαμε κοντά στον κάβο, τον περάσαμε γιατί αντέξαμε, γιατί θέλαμε να είμαστε μαζί. Έρωτας και αγάπη μαζί, παντρεμένα με βέρα που μου έβαλες στην καρδιά και όχι στο δάκτυλο. Ο έρωτας που ήρθε και μας άρπαξε και ας ξέραμε πόσο δύσκολο θα ήταν.
Το όνειρό σου, να βρεις αυτό που ήθελες, ένα πλάσμα σαν και μένα. Δεν φαντάστηκες πώς θα ήταν το πρόσωπό μου, το σώμα μου. Την ψυχή μου ήθελες, αυτό που θα συμπλήρωνε την δική σου ψυχή. Αλλά και εγώ σε γύρευα, ήθελα έναν έρωτα για να ζήσω ξανά! Γύρισες αγάπη μου και το ταξίδι μας ήρεμο πια. Με ασφάλεια, με προστασία σ’ αυτό που ζούμε, γιατί είναι δικό μας και κανείς δεν θα μας το πάρει, μόνο όταν εμείς το θελήσουμε. Θα το ζήσουμε, θα ζήσουμε τις στιγμές μας, δεν θα κρυφτούμε στα πρέπει. Θα κοιτάμε την ανατολή και την πανσέληνο, θα πίνουμε ένα ποτήρι κρασί αγκαλιασμένοι. Θα κάνουμε έρωτα με τρυφερότητα, με λαχτάρα. Αυτές οι στιγμές είναι η ευτυχία μας…