Βράδυ, ώρα δώδεκα. Το τζάκι σιγοκαίει, το κρύο είναι πολύ δυνατό. Παρηγοριά μου το τσιγάρο, το κρασί και εσύ. Πού είσαι; Που γυρνάς; Γιατί δεν είσαι εδώ ποτέ όταν σε χρειάζομαι; Γιατί δεν μου τηλεφωνείς πια; Τι σκληρή στάση είναι αυτή που κρατάς απέναντί μου; Σιωπή. Μόνο σιωπή βασιλεύει στο δωμάτιο. Δάκρυα στα μάτια κυλάνε. Τελείωσε το τσιγάρο, κάηκε κι αυτό, μόνο η στάχτη έμεινε. Το κρασί; Τελείωσε κι αυτό…
Σε θέλω! Να ‘ξέρες πόσο σε θέλω! Τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει πια. Γιατί και οι δύο επιλέξαμε να ζούμε χωριστά. Σε σκέφτομαι όταν πίνω, είναι τότε που αφήνονται οι σκέψεις μου για σένα, είναι τότε που σε αφήνω να παίξεις με το μυαλό μου. Τότε που λιώνω στην αγκαλιά σου, που γεύομαι τα χείλη σου και παραδίνονται στο αδυσώπητο έρωτά σου…
Χρυσάνθη Σ.