Άηχες κραυγές κι ένα “μου λείπεις” που στέκεται εκεί, στο λαιμό και εμποδίζει τα λόγια να βγουν απ’ τα χείλη. Αθόρυβα ουρλιαχτά κι ένα “γιατί” που αμίλητο μένει όσα δάκρυα κι αν προσφέρεις θυσία μπροστά του. Είναι κι αυτές οι αγάπες που αρνείσαι να κάνεις λέξεις, αρνείσαι να μοιραστείς κομμάτια τους. Είναι κι αυτές οι αγάπες που το τέλος τους βουβά σε βασανίζει τα βράδια. Είναι κι αυτές οι αγάπες που δεν μοιάζουν, δεν θυμίζουν. Μοναδικά, ολόδικά σου φυλαχτά, που κρατάς κρυφά στο βάθος της ψυχής σου.
Είναι και κάποιοι πόνοι που λίγοι μπορούν να καταλάβουν. Μόνο αυτοί που έχουν περπατήσει στα ίδια μονοπάτια, μόνο αυτοί που στα ίδια σκοτάδια χάθηκαν. Κι αυτοί που βάδισαν στα ίδια υγρά, στενά δρομάκια, ξέρουν και δεν ρωτούν, ξέρουν και δεν μιλούν. Ίσως να σε κοιτάξουν βαθιά στα μάτια για λίγο, όσο για να χρειαστεί να καταλάβουν και μετά να χαμηλώσουν το βλέμμα και ν’ απομακρυνθούν με αργά βήματα. Σέρνεις τα πόδια σου με δυσκολία, θαρρείς κι είναι δεμένα με βαριές αλυσίδες και στο τέλος τους μια σιδερένια μπάλα η απουσία. Μα προχωράς. Γιατί πρέπει να προχωρήσεις. Μα χαμογελάς. Γιατί πρέπει να χαμογελάσεις. Μα ζεις. Γιατί έτσι σου είπαν πως πρέπει.
Χαμένα χρόνια. Χαμένες στιγμές. Χαμένα χαμόγελα. Και στη μέση εσύ ν’ αναρωτιέσαι, να μην βρίσκεις απάντηση πουθενά. Κι έρχεται η πλάνη κάποιες φορές, να σε κάνει να πιστεύεις ότι ξέχασες, ότι ηρέμησες, ότι συνήθισες. Μα πώς να συνηθίσεις ένα κοφτερό μαχαίρι καρφωμένο στην καρδιά σου; Κι έρχονται και κάθε τόσο κάτι θύμησες που στρίβουν το μαχαίρι και το μπήγουν πιο βαθιά. Καμία λέξη, κανένα δάκρυ, καμιά παρηγοριά δεν ρουφά τον πόνο. Γονατίζει η ψυχή σου. Γονατίζει, βάζει τα χέρια στο κεφάλι και σαν άγριο ζώο ουρλιάζει ξανά “γιατί;”! Μα συνεχίζει το κορμί. Να προχωρά. Να χαμογελά. Να ζει… Μα ζει;
Κική Γιοβανοπούλου