Ένιωσε την αναπνοή της να κόβεται και την καρδιά της να σταματάει. Τα μάτια της είχαν εγκλωβιστεί θαρρείς στο βλέμμα του, που είχε βυθιστεί αχόρταγα στο δικό της. Τα χείλη του, μια ανάσα μακριά απ’ τα χείλη της. Η ανάσα του της έκαιγε το δέρμα και το χέρι του αργά και σταθερά κατέβαινε στην πλάτη, στη μέση της κι όλο και πιο κάτω…
“Πέτρο…” ψιθύρισε ξέπνοα και κατέβασε το βλέμμα σε μια προσπάθεια να κερδίσει κάποια δευτερόλεπτα, μήπως βρει πάλι την αυτοκυριαρχία της. “Πόσα χρόνια…” της είπε με την μπάσα, λάγνα, πάντα ερωτική φωνή του. “Οκτώ χρόνια και δύο μήνες!” ήθελε να ουρλιάξει, αλλά αρκέστηκε σ’ ένα ξερό “πολλά”.
Ακούμπησε τα χείλη του στο μάγουλό της, όσο πιο κοντά στα χείλη της μπορούσε, σ’ ένα απλό φιλί που όμως την έκανε να ριγήσει. Της ζήτησε να πιούν ένα ποτό να τα πούνε, να θυμηθούνε τα παλιά. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι και τον ακολούθησε. Κάθισε απέναντί του, σταύρωσε τα πόδια της κι άναψε τσιγάρο.
Ο Πέτρος… ο μεγάλος της έρωτας. Εκείνος για τον οποίο διέλυσε τη ζωή της, με το όνειρο να την ξαναχτίσουν μαζί. Εκείνος που την άφησε ρημαγμένη πάνω στα συντρίμμια, χωρίς να γυρίσει καν το βλέμμα πίσω του να δει την καταστροφή. Εκείνος που την πρόδωσε με το χειρότερο τρόπο κι όμως ακόμη είχε το θάρρος και το θράσος να μπορεί να την κοιτάει στα μάτια και να απαιτεί να “θυμηθούνε τα παλιά”. “Όσα έγιναν, ανήκουν πια στο παρελθόν και τα μάτια σου δεν μπορούν να με ορίσουν πια!” σκέφτηκε και χαμογέλασε αυτάρεσκα, όπως τον έβλεπε να την κοιτά μ’ ένα πάθος ασυγκράτητο.
“Άλλαξες…” της είπε κι εκείνη έγλειψε τα χείλη της και του ζήτησε να της παραγγείλει ένα ουίσκι. Ναι, είχε αλλάξει, δεν ήταν πια εκείνο το κοριτσάκι που για εκείνον έβαλε φωτιά στη ζωή της, δεν ήταν πια εκείνο το κοριτσάκι που πείστηκε από τα ψεύτικα λόγια του και απαρνήθηκε τα πάντα της. Όρκοι, υποσχέσεις για ένα κοινό μέλλον γεμάτο χρώματα και φώτα, φώτα που έσβησαν απότομα, βυθίζοντάς την για χρόνια στο απόλυτο σκοτάδι.
Όχι, δεν ήταν πια το κοριτσάκι που αποφάσισε ν’ αφήσει πίσω σπίτι, δουλειά, φίλους, ζωή, για να ξεκινήσει ένα αβέβαιο μέλλον με εκείνον σε μια ξένη χώρα. Όχι, δεν ήταν πια εκείνο το κοριτσάκι που έμεινε ώρες να περιμένει στο αεροδρόμιο, με μια βαλίτσα στο χέρι εκείνον που δεν εμφανίστηκε ποτέ. Δεν ήταν εκείνο το κοριτσάκι που επέστρεψε διαλυμένο στη γειτονιά του, ψάχνοντας μια φίλη να την φιλοξενήσει μέχρι να δει τι θα κάνει, μιας κι είχε ξενοικιάσει σπίτι, είχε παραιτηθεί από δουλειά, είχε βάλει Χ σε όλα, μόνο και μόνο για να είναι μαζί του.
Όχι, δεν ήταν πια εκείνο το κοριτσάκι. Εκείνο το κοριτσάκι ανήκε πια στο παρελθόν, σ’ ένα παρελθόν που δεν ήθελε να ξεχάσει, που ήθελε πάντα να θυμάται για να είναι σίγουρη πως δεν θα κάνει ξανά τα ίδια λάθη. Χάιδεψε με το δάχτυλό της αισθησιακά το χείλος του ποτηριού και κόλλησε το βλέμμα της στο δικό του. “Τώρα πια, εγώ θέτω τους όρους!” σκέφτηκε και ήπιε μια γουλιά απ’ το ποτό της.
Δυο ποτά και τρεις κουβέντες μετά, της πρότεινε να τον ακολουθήσει στο δωμάτιό του, στο ίδιο χλιδάτο ξενοδοχείο που λίγο πριν βρέθηκαν τυχαία. Δεν του απάντησε, απλά σηκώθηκε όρθια και του έτεινε το χέρι της. Χωρίς λόγια, της έπιασε το χέρι και την οδήγησε στο ασανσέρ.
Ο Πέτρος έκλεισε βιαστικά την πόρτα του δωματίου και κόλλησε πάνω της σ’ ένα ατέλειωτο, βαθύ, δυνατό φιλί. Τα χέρια του ταξίδευαν παντού πάνω στο κορμί της και η ανάσα του ήταν βαριά και καυτή. Αγκάλιασε την μέση του με το δεξί της πόδι και τον κόλλησε πάνω της. Ήταν ξεκάθαρο πόσο έτοιμος ήταν…
Δεν τον άφησε να της βγάλει το φόρεμα όταν την έριξε στο κρεβάτι. Τον τράβηξε πάνω της, του ψιθύρισε “Σε θέλω τώρα!” κι εκείνος γρήγορα ξεκούμπωσε το παντελόνι του, άνοιξε με σταθερά χέρια τα πόδια της, παραμέρισε το υγρό εσώρουχό της και μπήκε μέσα της δυνατά. Έμπηξε τα νύχια της στην πλάτη του και βόγκηξε ηδονικά. Έκαιγαν τα κορμιά τους όπως γίνονταν ένα. Σταγόνες πάθους έσταζαν απ’ το μέτωπό του πάνω στο στήθος της κι εκείνη είχε κλείσει τα μάτια παραδομένη σ’ αυτά τα χέρια που κάποτε λάτρεψε.
Τον ένιωθε να διεισδύει δυνατά, σχεδόν βίαια μέσα της και με κλειστά μάτια και μισάνοιχτα χείλη ταξίδευε στον παράδεισο, σ’ αυτόν τον παράδεισο που κάποτε της είχε χαρίσει και τόσο σκληρά και άδικα με τα ίδια του τα χέρια του έβαλε φωτιά, κατακαίγοντας τα πάντα της. Το μόνο που ήθελε ήταν μια τζούρα από εκείνον τον ξεχασμένο παράδεισο, μια τελευταία τζούρα. Αυτό ήταν για εκείνη αυτό το βράδυ. Ένα τελευταίο ταξίδι στον παράδεισο. Μόνο που η λογική της είχε βγάλει απ’ την πρώτη στιγμή εισιτήριο επιστροφής, γιατί όσα κι αν της έταζαν τα φιλιά του, το ξημέρωμα δεν θα την έβρισκε στο πλάι του…
Τον ακολούθησε στο ντουζ και κόλλησε το κορμί της στο δικό του, ενώ η γλώσσα της χόρευε με την δική του σ’ έναν αργό, βασανιστικό χορό. Τα χέρια του άγγιζαν κάθε εκατοστό του κορμιού της κι έκαιγαν θαρρείς το δέρμα της, παρά το δροσερό νερό που ξέπλενε τα σώματά τους. Την τράβηξε δυνατά, κόλλησε το στήθος του στην πλάτη της και την δάγκωσε στο λαιμό. Μια κραυγή ηδονής βγήκε απ’ τα χείλη της, ενώ τα χέρια του ταξίδευαν ήδη χαμηλά, σ’ ένα παιχνίδι επικράτησης που ένας απ’ τους δυο θα έβγαινε χαμένος. Είχε ορκιστεί πως δεν θα ήταν πάλι εκείνη. Έσκυψε και με τα χέρια του στη μέση της, την έκανε δική του ξανά και ξανά και ξανά.
Όταν βρέθηκαν πίσω στο κρεβάτι, αποκαμωμένος έκλεισε τα μάτια του κι άνοιξε τα χέρια του, ζητώντας την αγκαλιά της. Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του και δάγκωσε τα χείλη της. Αυτοί οι χτύποι της καρδιάς του κάποτε την νανούριζαν γλυκά, τόσο γλυκά που δεν καταλάβαινε τα μαχαίρια που αθόρυβα, αλλά σταθερά έμπηγε στην πλάτη της, όσο εκείνη ονειρευόταν ατέρμονους έρωτες και αέναες αγάπες. Ένιωσε την ψυχή της να βουρκώνει, μα έσφιξε τη γροθιά της με πείσμα. Όχι, δεν μπορούσε πια να την ορίσει…
Η αναπνοή του άρχισε να γαληνεύει, ενώ το πρόσωπό του βρισκόταν μπλεγμένο στα μαλλιά της. Απαγκιστρώθηκε απ’ την αγκαλιά του και με αθόρυβες κινήσεις ντύθηκε, έστρωσε τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη και έκανε ένα βήμα προς την έξοδο. Σταμάτησε απότομα και κατέβασε το κεφάλι. Μια μάχη ξεκίνησε ανάμεσα στο μυαλό και την καρδιά της, μια μάχη που κράτησε μόλις λίγα δευτερόλεπτα. “Ποτέ ξανά!” σκέφτηκε και απαγόρευσε στον εαυτό της να γυρίσει να τον κοιτάξει να κοιμάται γαλήνια, γυμνός, σ’ αυτό το κρεβάτι που μύριζε ακόμη το άρωμά της. Έσφιξε το τσαντάκι της στα χέρια της και με δύο σταθερά βήματα στάθηκε μπροστά στην πόρτα. “Δεν με ορίζεις πια. Εγώ ορίζω την ζωή μου και το μόνο που γούσταρα να σου χαρίσω ήταν ένα αξημέρωτο βράδυ… Δεν σου αξίζω!” ψιθύρισε, γύρισε το χερούλι και βγήκε στον άδειο διάδρομο. Είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει…
Λένα Χρυσάφη