04:45 το πρωί. Σηκώνομαι από το κρεβάτι, τρίτο συνεχόμενο βράδυ που με έχουν κυριέψει οι σκέψεις. Η μια συνεχόμενη πίσω από την άλλη, μην αφήνοντας περιθώρια διαπραγμάτευσης. Καταιγισμός σεναρίων, υποθέσεων, όλα εκείνα που θα μπορούσαν να έχουν γίνει διαφορετικά, όλα εκείνα τα “αν” που θα μπορούσαν να έχουν πάρει άλλη μορφή. Ανοίγω το ψυγείο, βάζω νερό, λίγα παγάκια και πάω στο ντουλάπι με τη βότκα. Κοιταχτήκαμε αρκετή ώρα, μιας και το ποτό δεν είναι το φόρτε μου, αλλά τελικά ενέδωσα στο κάλεσμά της. Πρόσφατα μου είπε μια φίλη δοκίμασε τη με νερό, θα εκπλαγείς, καθαρή γεύση. Πόσο δίκιο είχε τελικά, αυτή η ατόφια αίσθηση μαζί με δυο τσιγάρα παρέα, διείσδυσε στο είναι μου και μου επέτρεψε να γαληνέψω και να κοιμηθώ.
Αποδεσμεύτηκα για λίγο από όλα αυτά που σου έλεγα στις σκέψεις μου, τις ατελείωτες συζητήσεις μαζί σου, προσπαθώντας να σε κάνω να κατανοήσεις, να δεις, να καταλάβεις. Σου άνοιγα την καρδιά μου και τη ψυχή μου και σε άφηνα να περπατήσεις σε μονοπάτια δύσβατα και επίπονα. Πονούσα, υπέφερα, δεν έβρισκα ησυχία. Η φωνή σου στροβίλιζε το μυαλό μου και οι διαλυμένες προσδοκίες μου είχαν εγκλωβιστεί στον κυκλώνα των υποσχέσεών σου. Μια συνεχόμενη πάλη χωρίς νικητή και ηττημένο, με κάτι συντρίμμια από συναισθήματα για θεατές.
“Θέλω να είμαστε μαζί για πάντα. Θες;”
“Θέλω για τώρα! Για το μετά δεν μπορώ να σου πω κάτι. Τώρα είμαστε εδώ μαζί, το αύριο δεν ξέρω τι θα φέρει. Με πλήγωσαν αυτές οι λέξεις στο παρελθόν, με αμφισβήτησαν. Δεν χρησιμοποιώ πια το πάντα και το ποτέ. Τα αφήνω στη ροή της ζωής.”
“Καλά, θα το φτιάξω εγώ αυτό…”
Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ ήθελα να σε πιστέψω, δεν έχεις ιδέα πόσο ήθελα να ρίξω όλες τις άμυνες μου και να γείρω στον ώμο σου και στα λόγια σου, να μπω και να κουρνιάσω στην αγκαλιά σου. Να αναστήσω την ελπίδα μου στο βλέμμα σου και να χουχουλιάσω στην καρδιά σου. Δεν έχεις ιδέα πόσο πολύ ήθελα να είμαι λάθος. Δυστυχώς δεν ήμουν…
Stella