Η αγάπη είναι τυφλή. Το λένε τόσα χρόνια, μα εμείς άραγε είμαστε σε θέση να το καταλάβουμε και να το ασπαστούμε; Το ακούμε από μικρά παιδιά, αλλά είμαστε σε θέση να αντιληφθούμε πως η αγάπη αυτή υπάρχει άραγε ή είναι μια εσωτερική ανάγκη να δώσουμε δύναμη σε μας τους ίδιους για να δούμε πως κάποιος ίσως μας αγαπάει ή έχει ανάγκη τη δική μας την προσοχή; Το ‘χουμε ζήσει και συνεχίζουμε να υποθέτουμε πως αυτή η αγάπη κάποια στιγμή στη ζωή μας γίνεται ίσως και μια εμμονή εκ μέρους μας, εκ μέρους τους, ώστε να δούμε και οι δυο πλευρές πως η αγάπη αυτή ίσως και να ‘ναι υπερεκτιμημένη και ούσα αληθινή, να θέλει πολλές θυσίες για να τη δούμε να ζει ανάμεσά μας.
Η αγάπη είναι τυφλή; “Αλήθεια πώς σε πίστεψα;” θα πει μια ψυχή στην άλλη, καθώς όλα δρομολογημένα και τακτοποιημένα, ώστε να ξέρουμε πως ανά πάσα ώρα και στιγμή θα ‘ρθει εκείνο το τέλος, που καμιά πλευρά δεν θα θέλει να δει και να αντικρύσει. Μια αγάπη που γράφτηκαν πολλά, υμνήθηκαν άλλα τόσα, αλλά και πάλι το σίγουρο είναι πως αυτή η πολυπόθητη αγάπη υπάρχει, την δημιουργούμε, αλλά περισσότερο θέλουμε να την ζήσουμε αμοιβαία και να ‘ναι ένα μοναδικό αντάλλαγμα.
Κι όμως αγαπάμε γιατί το θέλουμε, εκεί το χάνουμε το παιχνίδι και θέλουμε να σκέφτονται και να πράττουν όλοι οι άλλοι σαν εμάς κι ας μην είναι εμείς!
“Ακόμη δεν ξέρω γιατί σε πίστεψα” θα πει κι η απέναντι η πλευρά, μα και οι δυο μαζί θα ριχτούν στην αρένα της ζωής τους, με αποτέλεσμα να φάνε τις σάρκες τους κάποια στιγμή και να μη χορταίνουν ο ένας απ’ τον άλλον. Ένα παιχνίδι που κλήθηκαν να παίξουν, αλλά αυτό το επί ίσοις όροις όσο δίκαιο κι αν ακούγεται, άλλο τόσο δύσκολο γίνεται στην πράξη.
Κι όμως μια αγάπη μπορούσε να στεριώσει και να αναδυθεί απ’ το βυθό του συναισθηματικού μας κόσμου, αν κι εφόσον ήταν αληθινή και κυρίως ανταποκρινόμενη στις συνθήκες και στις κατάλληλες διεκδικήσεις κι αλληλουχίες της.
Άννα Ζανιδάκη