Κι όμως αγάπη μου, δεν σ‘ αγαπήσανε όπως σου άξιζε. Κανένας. Όλοι προσπαθούν να σε κατακτήσουν με λογάκια, πουλώντας σου μία διαστρεβλωμένη εικόνα, πρώτα του δικού τους εαυτού και μετά της δικιάς σου, αυτήν που προσπαθούν να σου φορέσουν. Εν ολίγοις, αυτό που δεν είσαι. Εραστές της δεκάρας, που στην πιο μεγάλη δυσκολία σου, τα φέρνουν έτσι ώστε να είσαι εσύ ο μέγα φταίχτης και γι’ αυτό την έκαναν. Και φυσικά αυτοί εμφανίζονται ως οι άκρως αλάνθαστοι.
Αγάπη μου, πού πήγες και έμπλεξες; Εσύ δεν ήσουνα που είπες, δεν ακούω ξανά μεγάλα λόγια; Καρδιά μου, δυστυχώς πήγες και ξαναπίστεψες, εμπιστεύτηκες ξανά, σαν αρχάρια σε τούτο το βρώμικο παιχνίδι. Και αυτοί τι έκαναν; Με απόλυτη ψυχραιμία σε απέκλεισαν, λαμβάνοντας το ρόλο του αδικημένου. Το ρόλο εκείνου που είχε πάντα δίκιο. Αντίφαση μεγάλη, αλλά όλα στις αντιφάσεις κρίνονται. Μα σου λέω ευτυχώς, ευτυχώς απέδειξαν την τελευταία, την ύστατη στιγμή όλοι τι αξίζουν. Και φυσικά πρώτα απ’ όλα φρόντισαν εσύ να είσαι το μηδενικό. Μα ψυχή μου, το ξέρεις πολύ καλά ότι όλοι στα δύσκολα φαίνονται.
Όμως εσένα σου έδωσαν, το ρόλο του κακού και άδικου κριτή. Αυτοί πήρανε το ρόλο, του καλού με μαύρα φτερά αγγέλου. Γιατί όποιος παρανοεί, πιστεύει πάντα ότι είναι ο καλύτερος. Την αυτοκριτική του, την κάνει τόσο περίτεχνα διαμορφώνοντας κουτάκια στο μυαλό του, ώστε να δικαιολογούνται σ’ αυτό οι πράξεις του. Και μ’ αυτό τον τρόπο είναι οι ευνοημένοι, οι άνευ ευθυνών.
Εσύ λοιπόν, επειδή είσαι τόσο δυνατή, μα την ίδια στιγμή και τόσο ευαίσθητη, έτοιμη να εκτεθείς, επέτρεψε τους να κάνουν το κομμάτι τους. Και στην τελική «O αναμάρτητος υμών πρώτος τω λίθον βαλέτω». Άσε τους να ρίξουν κι άλλη πέτρα και άλλη και άλλη, μέχρι να μην έχουν να ρίξουν. Δεν γονατίζεις εσύ σε ψεύτες και ονειροπόλους, με μηδέν υλοποιήσεις αυτών των ονείρων. Εσύ είσαι αυτή που θα πάει κόντρα στις ψευδαισθήσεις τους. Άσε τους να λιθοβολήσουν κι άλλο και αν ο πόνος της ψυχής που προκαλέσανε δεν τους ικανοποίησε, άστους να χτυπήσουν και το σώμα. Και… μολών λαβέ!
Μαρία Τσιντίδου