Όλα τα βήματα που έκανα μετά το τέλος του “μαζί” μας, είχαν χρώματα και ήχους και αρώματα μεθυστικά. “Θέλω” που κατέκτησα, “μπορώ” που τόλμησα, “φοβάμαι” που προσπέρασα. Όνειρα που άγγιξα, στόχους που κατέκτησα κι αμέτρητα βλέμματα μπροστά, σ’ ένα μπροστά που δεν χωράς, που δεν υπάρχεις πουθενά. Μετά την πτώση απ’ το σύννεφο που με είχες ανεβάσει, σηκώθηκα, σκούπισα τα γόνατά μου και συνέχισα με θάρρος και δύναμη που είχα ξεχάσει πως είχα μέσα μου. Κι όσο προχωρώ, τόσο περισσότερο φως γεμίζει η ζωή κι η ύπαρξή μου. Να ήξερες πόσα ξεχασμένα χαμόγελα ξαναβρήκα στο δρόμο μου, πόσα παρατημένα γέλια, πόση εγκαταλειμμένη αισιοδοξία…
Δεν μου λείπεις πια. Ανήκεις πια ξεκάθαρα στο παρελθόν, σ’ ένα παρελθόν γεμάτο μαθήματα για ένα όμορφο παρόν και ένα ελπιδοφόρο μέλλον. Δεν μου λείπεις πια, μα είναι κι αυτός ο εγωισμός που είχα καταφέρει να αποκοιμίσω όσο κοιμόμουν στο πλάι σου. Αυτός ο εγωισμός που νανούριζα με παραμύθια για αγάπες αληθινές, έρωτες ονειρικούς και “για πάντα” που ανατινάχτηκαν και γέμισαν δάκρυα τα μάτια μου στο “αντίο” σου. Αυτός ο εγωισμός που ξύπνησε πια κι έρχονται ώρες που αναρωτιέται αν κατάλαβες ποτέ στ’ αλήθεια πόσο άδικα μου φέρθηκες…
Τι νόημα έχει πια αλήθεια; Τι νόημα έχει να μάθω αν κατάλαβες, αν ένιωσες πόσο σκάρτα συμπεριφέρθηκες σ’ έναν άνθρωπο που μόνο αγάπη σε γέμισε, που μόνο αγάπη σου ζήτησε; Τι νόημα έχει να μάθω αν η όποια συνείδησή σου, σε τυραννάει τα βράδια για το πόσο “μικρός” αποδείχτηκες σ’ έναν άνθρωπο που σ’ ανέβασε μέσα του στο πιο ψηλό βάθρο; Τι νόημα έχει να μάθω αν μετάνιωσες για όλα τα “σ’ αγαπώ” που ψεύτικα ξεστόμισες, για όλες τις υποσχέσεις που ψεύτικα έδωσες;
Δεν με νοιάζει αν σου λείπω, δεν με αφορά το αν σκέφτηκες έστω μία φορά να επιστρέψεις, δεν με απασχολεί αν ένιωσες την ανάγκη να ζητήσεις μια συγνώμη, έστω καθυστερημένα. Μια σκέψη μόνο κάνω πια για σένα. Πώς στ’ αλήθεια αντέχεις; Δεν είναι πολύ βαρύ το φορτίο να ξέρεις πως αγαπήθηκες περισσότερο απ’ όσο άξιζες; Δεν είναι πολύ βαρύ το φορτίο να ξέρεις πως δεν είχες ψυχή να εκτιμήσεις την ψυχή που σου χαρίστηκε; Πες μου αλήθεια, πώς αντέχεις να συνεχίζεις να προχωράς μ’ ένα τέτοιο φορτίο στην πλάτη;
Δεν μου λείπεις πια. Το βλέμμα μου κοιτάει μπροστά, σ’ ένα μπροστά που δεν χωράς, που δεν υπάρχεις πουθενά. Μα έρχεται καμιά φορά ο εγωισμός, αυτός που είχα καταφέρει να αποκοιμίσω όσο κοιμόμουν στο πλάι σου, που με τσιγκλά και με κάνει ν’ αναρωτιέμαι αν έστω τώρα έχεις καταλάβει. Μα τι νόημα έχει πια αλήθεια;
Κική Γιοβανοπούλου