Είχε υποσχεθεί να μην τον ξαναδεί, ν’ αποτρέψει την σκέψη της από αυτόν. Μα η φωνή, αυτή η ζημιάρα φωνή του, δεν την άφηνε σε ησυχία. Έμοιαζε να την προσκαλεί κοντά του με ένα τρόπο γλυκό, αβίαστο, σαν το νερό του ποταμού που απλά κυλά προς την θάλασσα. Και σήμερα ήταν η θάλασσα, η μουσική που έπαιζε και εκείνος πίσω από το beach bar ντυμένος τόσα απλά, με ένα μαγιό, μια απλή αμάνικη μπλούζα, την δίχαλη σαγιονάρα και την μπυρίτσα του δίπλα στην κονσόλα της μουσικής. Και εκείνη μαγνητισμένη κατευθυνόταν από τον ήχο της μουσικής του, με το ολόσωμο μαγιό και ένα τζιν σορτς με σκισμένα κρόσια που κάλυπταν ό,τι μπορούσε να καλυφθεί. Ο ήλιος της είχε χαρίσει μια κοκκινωπή επιδερμίδα και το χρώμα των μαλλιών της είχε «ανοίξει» κι άλλο. Χωρίς ίχνος μακιγιάζ, κατευθείαν από την παραλία, φορώντας και εκείνη σαγιονάρες, βούλιαξε στην άμμο και τον κοίταξε καθώς πλησίαζε χαμογελώντας. Λικνιζόταν όλο και περισσότερο καθώς η μουσική δυνάμωνε και εκείνος την είδε, μειδίασε με το ύφος του νικητή και μάτια που φώναζαν «Tο ήξερα ότι θα έρθεις… Επιτέλους Λένια μου!».
Πώς δυο σώματα γνωρίζονται; Ποια νήματα σαν μαριονέτες τους κινούν και καθορίζουν την χημεία τους; Σε τι απόλυτη μυστηριακή ηδονή πέφτεις και δεν θες να ξυπνήσεις; Όλα στο στον έρωτα συμβαίνουν για την στιγμή της κορύφωσης. Της ηδονής! Ήθελε ο ένας να εξουσιάσει τον άλλο, να δηλώσει την παρουσία του ανεξίτηλα. Ήταν μια μάχη φιλιών και χαδιών, μια μάχη των αισθήσεων και της ζωής της διάφανης, εκείνη που έρχεται όταν φεύγει η λογική.
Φυσικά και γνώριζαν πως τα σώματά τους τα έδιναν και σε άλλους! Ήταν και οι δυο σε σχέση, σε δεσμούς περίεργους, με πρόσωπα αγαπημένα κατά ένα τρόπο, εξαρτημένοι στο μέγιστο βαθμό. Πώς εξηγείς το ανεξήγητο; Πώς να δικαιολογήσεις κατά πολλούς το ανήθικο; Ήταν ανήθικοι; Aπερίσκεπτοι; Απείθαρχοι στην λογική και στους νόμους των ανθρώπων;
Ήταν επιτέλους εραστές! Το κορμί του στο κορμί της, πότε πάνω της και πότε εξαρτημένος από εκείνη! “Σταμάτα επιτέλους κορίτσι μου! Παραδώσου μου! Άφησε τον εαυτό σου στα χέρια μου…” και έγινε ό,τι της ζήτησε. Του παραδόθηκε. Να την κάνει ότι θέλει. Τον εμπιστεύτηκε να την οδηγήσει εκεί που ήθελε εκείνος. Και όταν επιτέλους βρήκαν τον τρόπο να συγχρονιστούν, απόλαυσαν πολλές φορές ακόμα και τα δευτερόλεπτα. Ξύπνησαν αγκαλιασμένοι και γυμνοί στο εξοχικό του στην Άνδρο…
– Λένια πες μου! Πες μου σε παρακαλώ, δεν καταλαβαίνω… με τρελαίνεις!
– Άλκη δεν μπορώ να σου ζητήσω κάτι παραπάνω, δεν έχω το δικαίωμα!
– Μωρό μου τι λες; Λένια άκου, είναι τόσα πολλά αυτά που θέλω να κάνω μαζί σου! Θέλω να σε πάρω να φύγουμε, να ταξιδέψουμε, να σε πάω στην Ρώμη, στο Μιλάνο να φάμε μακαρόνια, να πιούμε κρασί, να σταματάμε όπου γουστάρουμε και να κάνουμε έρωτα παντού! Θέλω να σου δείξω την ζωή μου. Θέλω να είσαι η ζωή μου! Μωρό μου σε θέλω τόσο πολύ! Είσαι πολύ όμορφη και εγώ παλαβός μαζί σου! Δεν ήξερε τι άλλο να της πει, ένιωθε ότι την χάνει.
– Άλκη σε παρακαλώ, δεν είναι τίμιο για κανέναν αυτό. Ο Γιώργος με αγαπάει, με φροντίζει, έχουμε ένα παιδί μαζί που μας χρειάζεται. Δεν μπορώ να τους πληγώσω! Δεν μπορώ να το κάνω! απάντησε με δάκρυα στα μάτια.
Ο Άλκης όμως δεν είναι από εκείνους τους άντρες που θα εγκατέλειπε τόσο εύκολα.
– Λένια! Λένια κοίτα με! Δεν σε καταλαβαίνω, αλήθεια. Εσύ ήρθες σ’ εμένα, εσύ με αναζήτησες, εσύ με προκάλεσες να σε προσέξω… Και το πέτυχες! Γιατί όλα αυτά; Γιατί μπήκες στην διαδικασία; Κοίτα με εδώ, εδώ είναι τα μάτια μου ψυχή μου! Απάντησε μου ειλικρινά… της είπε και με τον δείκτη του της έστρεψε το βλέμμα στα μάτια του.
Την κοίταζε τόσο γλυκά, τόσο απελπιστικά γλυκά! Αναζητούσε μια λυτρωτική απάντηση, ένα “ναι” δικό της και έφευγαν, έφευγαν να ζήσουν τον έρωτα των μυθιστορημάτων, τον έρωτα του πάθους και της αδημονίας του ενός για τον άλλο.
– Έχεις δίκιο, εγώ τα προκάλεσα όλα… Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν… Αρχικά ήθελα να σε γνωρίσω και όταν σε γνώρισα δεν μπορούσα να σε βγάλω από το μυαλό μου. Και συνέχισα να σε προκαλώ με κάθε τρόπο. Φέρθηκα ανώριμα και ανόητα…
Ο Άλκης την πήρε αγκαλιά και της σκούπισε τα δάκρυα με αγάπη. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια με τα όμορφα γκριζογάλανα μάτια του, πέρασε τις παλάμες του πίσω στο κεφάλι της, τραβώντας απαλά τα μαλλιά προς τα πίσω και της αποκρίθηκε με πυγμή.
– Θα στο πω μια φορά και καμία άλλη. Δεν με νοιάζει πού ήσουν και με ποιον. Δεν με νοιάζει τίποτα από όσα μου είπες. Θέλω ΤΩΡΑ να έρθεις μαζί μου! Πάμε…
Την τράβηξε από το χέρι να φύγουν. Εκείνη αντιστάθηκε, αλλά όχι αρκετή ώρα. Τον ακολούθησε με λατρεία, μεθυσμένη από την ματιά του, μεθυσμένη από το ανάστημα, το στόμα του, τα πάντα του.
– Με κάθε τίμημα λοιπόν… ας είναι…
Ελένη Ρέγγα