Τι νύχτα κι η αποψινή! Έπεσε στα χέρια μου η πρώτη μας φωτογραφία. Εκείνη που είχαμε βγει σε ένα κέντρο διασκέδασης έφηβοι ακόμη και οι δύο. Κάθισα στην κουνιστή καρέκλα δίπλα στο τζάκι άναψα τσιγάρο και την παρατήρησα. Πόσο χαρούμενη ήμουν! Πόσο έλαμπε το πρόσωπό μου δίπλα σου! Ένιωθα τόσο σπουδαία που κυκλοφορούσαμε μαζί!
Το τσιγάρο έκαιγε, ο καπνός απλώθηκε στο δωμάτιο. Το κρύο έξω ήταν αφόρητο. Συνέχιζα να την κοιτάζω και έπεσε το βλέμμα μου επάνω σου. Άραγε ήσουν και εσύ χαρούμενος; Άραγε με αγάπησες ποτέ; Άραγε ένιωσες ποτέ πόσο πολύ σε αγαπούσα; Χιλιάδες ερωτήματα πέρασαν από το μυαλό μου. Το τσιγάρο τελείωσε. Έπιασα το κινητό μου και σχημάτισα τον αριθμό σου, τον θυμόμουν ακόμη κι ας πέρασαν τόσα χρόνια.
Θυμήθηκα όλα όσα ζήσαμε μαζί τα βράδια που τα σώματά μας ενώνονταν κάτω από τον έναστρο ουρανό. “Ο συνδρομητής που καλέσατε έχει το κινητό του κλειστό” ακούστηκε μια φωνή ψυχρή και απόμακρη. Άναψα δεύτερο τσιγάρο. Άφησα την φωτογραφία στο τραπέζι και έκλεισα τα μάτια. Έζησα έναν μεγάλο έρωτα μαζί σου. Κάποτε συνέβη. Ακόμα σε κουβαλάω μέσα μου. Με νίκησαν κι απόψε οι αναμνήσεις…
Χρυσάνθη Σ.