Σάββατο βράδυ και αντί να πίνω το ποτό μου σε κάποιο μπαρ με την παρέα μου ή έστω να απολαμβάνω τον καλοκαιρινό νυχτερινό ουρανό από το μπαλκόνι μου, αποφασίζω να καθαρίσω το σπίτι -εν όψη φθινοπώρου- και να κάνω ένα ξεσκαρτάρισμα. Ανοίγω ντουλάπια από δω, κλείνω συρτάρια από εκεί, πετάω ό,τι δεν χρειάζομαι και κρατάω πράγματα και ρούχα ώστε να τα χαρίσω. Νοιώθω ήδη πιο ανάλαφρη, όπως κάθε φορά μετά από ένα τέτοιο ξεσκαρτάρισμα, ώσπου ανοίγοντας ένα ντουλάπι, ανάμεσα σε εξοπλισμό παραλίας, κάτι παλιά παπούτσια και μερικές αφίσες, βρίσκω εκείνο το κουτί που μέσα του κάποτε μαζί με όλα σου τα ενθύμια, έκλεισα και ένα κομμάτι της ψυχής μου.

Βρίσκεται ακριβώς μπροστά μου και το δίλλημα δεν είναι αν θα το κρατήσω ή θα το πετάξω (φυσικά και θα παραμείνει κάπου εδώ), αλλά εάν θα το ανοίξω πηγαίνοντας μια βόλτα στην ιστορία μας ή θα το αφήσω στην άκρη και θα συνεχίσω τις δουλειές μου και κατ’ επέκταση την ζωή μου, χωρίς παρεμβολές από το παρελθόν. Δεν άργησα να αποφασίσω και βρίσκομαι ήδη στον καναπέ, αγκαλιά με εκείνη την μπλούζα που μου είχες αφήσει κάποτε. Ακόμη έχει την μυρωδιά σου ή είναι η ιδέα μου;


Κοινές μας φωτογραφίες, ραβασάκια εκδήλωσης αγάπης και έρωτα και δώρα, μου φέρνουν μνήμες και τα συναισθήματα κάνουν παρέλαση μέσα μου. Τα δάκρυα δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Όμως γιατί κλαίω; Η ιστορία μας έχει τελειώσει εδώ και πολύ καιρό και είχα καταφέρει πολύ καλά να εξαφανίσω κάθε ίχνος σου γύρω μου και μέσα μου. Ξαφνικά νιώθω σαν να σε βλέπω να κάθεσαι πάλι στον καναπέ κρατώντας το τηλεκοντρόλ, σαν να ακούω τα βήματά σου στο διάδρομο. Καταριέμαι την ώρα και την στιγμή που άνοιξα αυτό το κουτί! Σαν να άνοιξα τον ασκό του Αιόλου ή καλύτερα το κουτί της Πανδώρας…

Κλείνω τα μάτια μου προσπαθώντας να ηρεμήσω, μα μάταια. Έρχονται όλο και περισσότερες στιγμές μας στο μυαλό μου, όμορφες και άσχημες. Δίνω μια και σηκώνομαι από τον καναπέ σαν να με χτύπησε ρεύμα. Μαζεύω γρήγορα όλα τα πράγματα και τα ρίχνω μέσα στο κουτί. Τέλος αυτή η ιστορία! Στα σκουπίδια! Ανοίγω την πόρτα κατευθυνόμενη προς τον κάδο και συνειδητοποιώ πως πάνω στην τρέλα μου είμαι ξυπόλητη! Σηκώνω το κεφάλι μου να αναθεματίσω την τύχη μου και βλέπω αυτό που δεν έπρεπε.


Το φεγγάρι γέμιζε. Τα επόμενα εικοσιτετράωρα θα είχαμε ξανά την πιο μεγάλη πανσέληνο του χρόνου…Το φεγγάρι μου θύμισε πως έναν Αύγουστο ήσουν η δίκη μου ευχή, που η πανσέληνος λίγο μετά έκανε πραγματικότητα. Είχα ευχηθεί να βρεθώ εκεί που ανήκει η ψυχή μου… Γύρισα σπίτι μουδιασμένη, έβαλα το κουτί στην θέση του και πριν το σφραγίσω ξανά, έγραψα σε μια άκρη πως «Ήσουν ο πιο δικός μου άνθρωπος…». Μήπως και τύχει μια μέρα να πέσει στα χέρια σου. Για να ξέρεις, αν ήδη δεν το γνωρίζεις. Κι αν δυο στίχοι τραγουδιού μπορούν να περιγράψουν όσα ένιωσα αυτά τα ξημερώματα Κυριακής, αυτοί είναι ”Για μένα ο άνθρωπος αυτός είναι ό,τι πέτυχα. Είναι ο μεγάλος μου σταθμός και εγώ κατέβηκα…“.

Κάθε που το φεγγάρι γεμίζει, μια ευχή μπορεί να γίνει πραγματικότητα & επειδή το αυγουστιάτικο φεγγάρι έχει την δίκη του μαγεία, άκου την καρδιά σου και ευχήσου αυτό που λαχταράς πιο πολύ. Κάποτε μια δική μου ευχή σ’ εκείνο το φεγγάρι, πήρε σάρκα και οστά…

Αντωνέλικα Ρέβελου

 

Advertisements

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.